Όταν το “Psyence Fiction” είχε προσγειωθεί στις δισκοθήκες μας το 1999, πολλοί είχαν παρασυρθεί, και πολλοί από εμάς δεν αποτελούμε εξαίρεση. Ο James Lavelle είναι ένας πανέξυπνος άνθρωπος. Το διαπιστώσαμε τότε, όταν για μήνες πριν την κυκλοφορία του album μιλάγαμε για το διαμάντι που θα κλείσει τα ‘90s και το οποίο θα μας οδηγήσει στον ήχο του μέλλοντος, το διαπιστώνουμε και τώρα, αλλά για διαφορετικούς λόγους.

Ο Lavelle είναι ένας άνθρωπος της μουσικής βιομηχανίας που ξέρει πάρα πολύ καλά πως λειτουργούν τα βρετανικά, και όχι μόνο, Μ.Μ.Ε. Όταν αποφάσισε να σηκωθεί από το γραφείο του από το οποίο καθόριζε της πορεία της, πολύ hype τότε, δισκογραφικής του εταιρίας MoWax, γνώριζε πολύ καλά τα βήματα που έπρεπε να κάνει για στεφθεί το εγχείρημά του με επιτυχία από την στιγμή που μπήκε στο στούντιο έως ότου το τελικό αποτέλεσμα φθάσει στον ακροατή-καταναλωτή. Ο DJ Shadow του πρόσφερε το δημιουργικό credibility που είχε τόσο ανάγκη ο ίδιος, ενώ οι διάσημοι φίλοι του που συμμετείχαν στο project προσφέροντας το φωνητικά τους, όπως ο Thom Yorke, o Richard Ashcroft, ο Ian Brown και ο Mike D ήταν ικανοί μόνοι τους να τραβήξουν όλα τα φώτα της δημοσιότητας.

Ψάξτε το αρχείο των νέων εκείνης της διετίας 1998-99 και θα παρατηρήσετε μία συνεχή διαρροή ειδήσεων και «αποκλειστικών» σε όλα τα βρετανικά media, σε πολύ τακτικά χρονικά διαστήματα. Όταν τελικά έφθασε η μέρα κυκλοφορίας του “Psyence Fiction” ήταν σαν να είχε φθάσει η μέρα της Αποκάλυψης. Τελικά όμως, παρά τα διθυραμβικά reviews τότε, και τις πολύ καλές πωλήσεις τις πρώτες εβδομάδες, στο τέλος της χρονιάς δεν βρέθηκε και σε πολλές λίστες, ενώ τώρα, με την χρονική απόσταση των τεσσάρων χρόνων να μας χωρίζει από τότε, μιλάμε για ένα μάλλον μετριότατο album, με δύο ή τρία πολύ καλά κομμάτια, λόγω των guests κυρίως, και ένα υπόλοιπο αδιάφορο και άνισο δίσκο, που στην ιστορία θα μείνει περισσότερο ως ένα απόλυτα επιτυχημένο marketing project παρά ως καλλιτεχνικό δημιούργημα.

Από το 1999 έως το 2003 σημειώσαμε πολλά γεγονότα στο κόσμο των UNKLE. H MoWax υπολειτουργεί πλέον, ο DJ Shadow «πλακώθηκε» με τον Lavelle, ανακοίνωσε ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί ποτέ ξανά μαζί του, ενώ κυκλοφόρησε και το πολυαναμενόμενο δεύτερο album του, με ελάχιστη επιτυχία όμως, αφού αντιμετωπίστηκε περισσότερο με αδιαφορία και με τα απανταχού μουσικά «φτυάρια» να δουλεύουν ακατάπαυστα.

Ο James Lavelle όμως, είπαμε, είναι ένας έξυπνος άνθρωπος. Και ταυτόχρονα και πεισματάρης. Οι Unkle είναι το δικό του παιδί, και δεν είχε σκοπό να το παρατήσει παρά την πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια να περπατήσει. Για την επιστροφή του, άλλαξε τακτική. Ως σωστός επιχειρηματίας γνώριζε ότι δεν είχε ανάγκη πλέον για το δεύτερο album ένα διαφημιστικό κτίσιμο με διαρροή ειδήσεων και δημιουργημένο media hype. Είχε καταφέρει και είχε κτίσει το brand name των Unkle έμενε τώρα να το αποκαταστήσει στην καρδιά των μουσικόφιλων. Και πως θα γινόταν άραγε αυτό, εκτός από ένα πραγματικά αξιοπρεπές καλλιτεχνικό δεύτερο album;

Το “Never, Never, Land” ίσως είναι το album που ήθελε εξαρχής να δημιουργήσει ο Lavelle αλλά η συνεργασία του με τον DJ Shadow αλλά και η επιχειρηματική του δραστηριότητα δεν τον άφησε. Μαζί με τον νέο του συνεργάτη Richard File, ο οποίος παλαιότερα είχε ασχοληθεί κυρίως με το drum’n’bass, και με τον παλιό συνεργάτη των Pulp και των Elastica, Ant Genn να βοηθάει στην παραγωγή, στις ενορχηστρώσεις και παίζοντας αρκετά όργανα, ο μαέστρος του όλου επιχειρήματος James Lavelle έστησε ένα πολύ πιο ολοκληρωμένο και μεστό δίσκο από το “Psyence Fiction”.

Η πιο σημαντική διαφορά του πρώτου με το δεύτερο album των Unkle είναι η σχέση των καλεσμένων μουσικών με το όλο project. To πρόβλημα και το αμάρτημα του Lavelle και του Shadow στο “Psyence Fiction” είναι από πολύ νωρίς φάνηκε ότι δημιούργησαν την μουσική για χάρη των σπουδαίων καλεσμένων τους. Έφερναν τη φόρμα της μουσικής τους στα μέτρα του εκάστοτε τραγουδιστή, με αποτέλεσμα σίγουρα την ανομοιογένεια και την δημιουργία μίας γενικότερης άσχημης συνολικής εντύπωσης. Σαν να έγινε το album για να φωτιστούν ακόμα περισσότερο τα αστέρια του, παρά ότι είχε για ψυχή εκείνο το δημιούργημα.

Από την άλλη, στο “Never, Never, Land” o Lavelle κατάλαβε το λάθος του και μοιάζει να μην το επαναλαμβάνει. Εδώ οι καλεσμένοι του λειτουργούν και συμμετέχουν για χάρη της μουσικής και της ατμόσφαιρας, ιδιαίτερα κινηματογραφικής, που έχουν οραματιστεί και δημιουργήσει οι Lavelle, File και Genn. O Brian Eno και ο Jarvis Cocker δεν έχουν πρόβλημα να μην επεκταθούν περισσότερο από ότι πρέπει στο “I Need Something Stronger” αποφεύγοντας να κάνουν επίδειξη ικανοτήτων, αν και ίσως θα έπρεπε αφού ίσως είναι και το πιο αδύνατο κομμάτι του δίσκου, ενώ ο Josh Homme στέκεται στο μέσο της καταιγίδας που είναι το “Safe In Mind (Please Get This Gun Out From My Face)” και δίνει την εντύπωση ότι παλεύει να σταθεί όρθιος ψιθυρίζοντας και ουρλιάζοντας σαν δαιμονισμένος άγγελος.

Στο “Reign” o Ian Brown με τον Mani ξαναβρίσκονται μαζί για πρώτη φορά ύστερα από τις εποχές των Stone Roses και παρασύρονται στις δυναμικές ενορχηστρώσεις στο πιο δυνατό σημείο του δίσκου, πριν ο Joel Cadbury των South στο “Glow” πραγματικά λάμψει, ενώ νωρίτερα ο Robert Del Naja έχει βρει την ευκαιρία να τα βάλει με τους Bush και Blair στο βαρύ και σκοτεινό “Invasion”. Εκτός των αρκετών καλεσμένων όμως, κύριος εκφραστής της φωνής των Unkle είναι ο Richard File ο οποίος με το ενδιαφέρον falsetto του κυριαρχεί στο “Never, Never Land”.

Αν οι Unkle είχαν χαιρετηθεί προκαταβολικά από τον πάντα υπερενθουσιώδη βρετανικό τύπο ως το μέλλον της μουσικής, ναι και αυτό διαβάσαμε τότε στα 1999, τώρα με πολύ λιγότερες φανφάρες και σηκωμένα λάβαρα, ο Lavelle μπορεί να υπερηφανεύεται ότι δημιούργησε ένα αξιοπρεπέστατο album, το οποίο όμως σε καμία περίπτωση δεν καθορίζει το μέλλον, και γιατί να το κάνει άλλωστε. Μόνο ακολουθεί πιστά την παράδοση της σκοτεινής πλευράς της ηλεκτρονικής μουσικής, αποδίδοντας τον ανάλογο φόρο τιμής στο παρελθόν, είτε αυτό εκφράζεται με samples από Motown έως Joy Division, είτε με το ενιαίο noir κινηματογραφικό τοπίο που δημιουργεί, είτε ακόμα και με κάποια cheesy χιλιο-χρησιμοποιημένα ηλεκτρονικά στοιχεία, χωρίς ντροπή και ενοχές. Και το πιο σωστό πράγμα που έκανε είναι να αδιαφορήσει για τις παρελθούσες υπερβολικά υψηλές προσδοκίες που είχε ο ίδιος καλλιεργήσει στα media, και να προχωρήσει σε ένα δίσκο λιγότερο κατασκεύασμα για την βιομηχανία, και περισσότερο προσωπικό στοίχημα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured