Η μουσική βιομηχανία, τα media και πιθανόν κι ένα μεγάλο μέρος του κοινού θέλουν τους Strokes επιτυχημένους για προφανείςλόγους. Οι τελευταίοι, από την πλευρά τους, μολονότι είναι ενήμεροι γι' αυτή την ευτυχή συνομωσία και παίζουν με όλους τουςεν δυνάμει κανόνες μιας super cool μπάντας που δεν κολυμπά στην αλαζονεία, δεν θα αισθάνονται και τόσο άνετα. Τα δύο χρόνιαπου πέρασαν βάρυναν τις πλάτες του Julian Casablancas με το χρέος να σώσει κι αυτός ο δυστυχής το rock, ένα χρέος - αδιάκοποσκρινάρισμα για κάθε μουσικό που τυγχάνει ένα έχει ένα attitude (βλ. το εκ νεϋορκέζικου punk ορμώμενο), να έχει τη λεγόμενηεμφάνιση για εξώφυλλο περιοδικού (μην ξεχνούμε ότι μαμά είναι η πρώην μις Δανία και μπαμπάς ο John Casablancas, ιδρυτής τηςElite Modelling Agency), αλλά πάνω απ' όλα να διαθέτει το συνθετικό ταλέντο. Κι επιτρέψτε μου να ξεχωρίσω το πιο δυνατό ατούεκ των τριών (παρά τις στρατιές media hype που μας απομακρύνουν από τούτο), που δεν είναι άλλο από την σχεδόν παθολογικήσχέση του Casablancas με το πιασάρικο ριφ και το συνδυασμό ρυθμικό, παιχνιδιάρικο κουπλέ - απογειωτικό ρεφρέν. Όλα αυτά τααφήνει λοιπον στη θέση τους για τη δεύτερη δουλειά. Άλλωστε δεν είναι μόνο νωρίς για αλλαγές. Αν μας ρωτούσατε τι ακριβώςπιστεύουμε ότι θα παίζει και στον 10ο δίσκο, αν υποθέσουμε ότι θα είναι και οι ίδιοι μαζί μας με το ίδιο κέφι, θα σας λέγαμεακριβώς αυτό.

Ό,τι διακρίναμε πάνω-κάτω και στην πρώτη τους δουλειά, είναι φανερό κι εδώ, μ' ελάχιστες αποκλίσεις. Κοινός τόπος για όλους:Ηχητικά ένα μικρό update του ήχου των Velvet Underground και των Television, προορισμένο για ιδρωμένες βραδιές σε κλειστάεφηβικά δωμάτια που δεν πάσχουν από άγχος σκληράδας, "Heart of Glass" ριφάκια, New Wave-ίζοντα πλήκτρα και κιθαριστικέςγραμμές με το μυαλό στον Joey Santiago, στις οποίες ρέει γεμάτη βαρεμάρα η βραχνή και ελκυστικά μονότονη φωνή του frontman.Παρά το χύμα του ήχου και την τεχνολογική εξέλιξη που σταματά και γι' αυτούς στο σωτήριον έτος 1984, το "Room On Fire"φανερώνει και πάλι ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο, κι ότι πίσω από τις πόζες και το πηγαίο ταλέντο, κρύβεται μια επιμονή στημικρή λεπτομέρεια που φυσικά δεν θα γίνει αντικείμενο σχολίων. Η μουσική δεν μποτιλιάρει πουθενά, ρέει από το πρώτο άκουσμακαι σε φτάνει γρήγορα γρήγορα στο τέλος με το ρητό "λίγο και καλό". Δεν ζητά πολλά, δεν υπόσχεται πολλά, δεν ανακαλύπτει τοντροχό, μας θυμίζει δεκάδες άλλα πράγματα (και συγκεκριμένες μελωδίες ακόμη), αλλά το κάνει έτσι ώστε το πρώτο πράγμα πουβρίσκεις εκεί να είναι το διασκεδαστικό μέρος. Ποιοτικά, τέλος, ίσως να βρίσκεται λίγο πιο κάτω από τον προκάτοχό του:Μολονότι λείπουν τα λεγόμενα fillers, οι στιγμές που αξιώνουν θέση στα υποψήφια anthems της χρονιάς είναι κατάτι λιγότερες.

Η αρχή δυνατά γίνεται με το τρεμάμενο κιθαριστικό intro (αλα "Independent Women") του "What Ever Happened?", κι ακολουθεί το"Reptilia" στις ράγες των Spoon, οι λευκές reggae καταβολές του "Automatic Stop" που χάνονται στο δυνατό ηχητικό σύνολο τηςπεντάδας, το single "12.51", στα πρότυπα των Cars. Κάποιες νέες ιδέες υπάρχουν επίσης, όπως το "Under Control" που εισέρχεταικλέφτικα στα ρυθμικά χωράφια των Temptations και της Motown, αλλά η ζεστή του μελωδία εξακολουθεί να είναι κτήμα του δικούτους κιθαριστικού ήχου. Ενδιαφέρον και το "The End Has No End", αφού ξεκινά μ'ένα disco drum, αλλά μπλολιάζεται με μια κιθάραπου "Sweet-Child-Of-Mine"-ίζει.

Το σύνολο όμως ελάχιστα απομακρύνεται από το γνώριμο retro garage-pop ήχο του "Is This It", κάτι που φάνηκε βέβαια κι από τηνεπιστροφή στην δοκιμασμένη λύση του παραγωγού Gordon Raphael, μετά από ένα σύντομο, αλλά άκαρπο φλέρτ με τον Nigel Godrich.Ακόμα και η διάρκεια κυμαίνεται στα ίδια επίπεδα (33 λεπτά εδώ), οπότε ας μην γελιόμαστε και διυλίζουμε τον κώνωπα μεπεριγραφές κι εξειδικευμένα σχόλια: Το Is This It part two είναι σχεδόν αντάξιο του ντεμπούτο άλμπουμ και είναι καταδικασμένονα πουλήσει -γι' αυτό ακριβώς- πολύ περισσότερα από το προηγούμενο.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured