* Δύο νέα κομμάτια προστίθενται στη νέα μορφή του Best Of Café Del Mar το οποίο επανακυκλοφορεί. Πρόκειται για τα “Woman In Chains (Jakatta Mix)” των Tears For Fears και το Satie - “Gymnopedie”.

Ακολουθεί το πρώτο review, που δημοσιεύσαμε τον περασμένο Οκτώβριο (10/2003).

Μόλις χθες μεταφέρθηκε και η τελευταία καρέκλα από τα ιστορικά πλέον γραφεία του Avopolis, στο νέο μας σπίτι. Ο Θανόπουλος, αγκαλιάζοντας τα πλευρά του Τσάβαλου, δάκρυζε συγκινημένος στη θέα του άδειου χώρου, οι στρατευμένοι Πάνος Καραφωτιάς και Βασίλης Κυριακόπουλος έστελναν διαρκώς SMS, η Χριστιάννα (Φινέ) μας αναπολούσε καθισμένη σε μια άδεια γωνιά όσα πρόλαβε να ζήσει τους λίγους μήνες που είναι κοντά μας, όσο ο Παναγιώτης Κονδύλης μάζευε τα χαρτιά με τις τελευταίες καμπάνιες κι ο Ηλίας Πυκνάδας έδινε προσοχές στους νέους συντάκτες, για να μη χαλαρώνουν. Σύσσωμη η οικογένεια Μπούρα κοιτούσε πιο ψύχραιμα τα πράγματα και πάσχιζε να εξολοθρεύσει -με τη δικαιολογία της κοσμοπολίτικης ευωδιάς των νέων γραφείων- τις σχηματισμένες σε όλους αναμνήσεις, προτρέποντας τους πάντες να αποχωρήσουν "μιάν ώρα αρχίτερα". Δεν είχε πια τίποτα νόημα... Έπρεπε να φορτώσουμε ότι απέμεινε στο καταταλαιπωρημένο φορτηγάκι. Κατευθυνθήκαμε στο "καλοκαιρινό" δωμάτιο και ρίξαμε όλοι μια θλιμμένη ματιά στο σημάδι που άφησε από κάτω της η φουσκωτή πισίνα, που ήταν πλέον απούσα. Οι ξαπλώστρες είχαν μαζευτεί, οι υπολογιστές στα τραπεζάκια ανάμεσά τους είχαν μεταφερθεί στα ολοκαίνουργια γραφεία, η τοποθετημένη άμμος στο πάτωμα ήταν πλέον απούσα -απαραίτητη προϋπόθεση για να ξενοικιάσουμε το χώρο, μιας και δεν μας ανήκε. Δύο μήνες πριν, το δωμάτιο αυτό, ο τόπος ήταν ο δικός μας αυτοσχέδιος summer παράδεισος, το μεσημεριάτικο όνειρο εργασίας σε μια ξερή, καυτή και έρημη πόλη. Ένα ερ-κοντίσιον, αν και βρομοκόπαγε τσιγάρο όλος ο τόπος, μία πισίνα που φουσκώναμε κάθε πρωί και γεμίζαμε κατόπιν με νερό, μερικές ξαπλώστρες αντί καθισμάτων και τα απαραίτητα εργαλεία δουλειάς, οι υπολογιστές, στηριγμένοι σε τραπεζάκια κάτω από ομπρέλες, να δουλεύουν με τους δικούς τους ρυθμούς. Όπως όλοι οι εργαζόμενοι εδώ, προτού κοιμηθούν ανάμεσα στους γαλαζωτούς τοίχους που ήταν καλυμμένοι με αφίσες από παραλίες και ηλιοβασιλέματα που χαζεύαμε. Το κορμί, απαλλαγμένο από τα περιττά ρούχα, ακολουθούσε τις δικές του νόρμες... Kαλλιεργώντας μια ψευδαίσθηση πρόσκαιρης ευτυχίας. Συνήθως ο Τσάβαλος συνήθιζε να κάνει P.R. με τις λυγερόκορμες παιδούλες των αφισών, με ερωτήσεις του τύπου "Είναι καλύτεροι οι James από τους Starsailor;" και διανομή επαγγελματικών καρτών. Η Χριστιάννα ήταν εκείνη που φρόντιζε, ωσάν Χιονάτη, για όλους μας. Όταν έλειπε τη βγάζαμε με κάτι σάντουιτς της συμφοράς και μπίρες ζεστές, αφού είχαμε ξεχάσει ακόμα και να τις βάλουμε στο ψυγείο. Η μυρωδιά του παραδοσιακού ελληνικού κεφτέ από το τηγάνι ξεπερνούσε -κατά τις 4 το μεσημέρι- σε ευωδία και ψυχική ευχαρίστηση, παρτέρια ολόκληρα με υάκινθους και γλαδιόλες. Όταν, δε, οι αντικατοπτρισμοί των γλόμπων δημιουργούσαν στα κορμιά μας πρόβλημα μεγαλύτερο πρόβλημα και από τον γυμνό ήλιο, ήταν και πάλι εκεί για να μας φροντίσει. Να απλώσει φέτες αγγουριού στο έγκαυμα, για να φύγει η κάψα... Κάποια στιγμή όμως, από το πρωί, με την αντανάκλαση του φιλτραρισμένου πρωινού φωτός, μέχρι το βράδυ, που οι αφίσες με το γεμάτο φεγγάρι (τις αλλάζαμε γύρω στις 9 κάθε νύχτα, σαν καθημερινή υπηρεσία) κάλυπταν τους τοίχους γύρω μας και προχωρούσαμε βιαστικά για να εγκαταλείψουμε το χώρο ανασαίνοντας το βρεσκοβρεγμένο χώμα, κάποια στιγμή, από τα ηχεία θα ακουγόταν το κατάλληλο soundtrack. Παρά τις επανειλλημένες διαφωνίες του Θανόπουλου, που θεωρούσε πιο ταιριαστή την τελευταία environmental/ambient δουλειά του Coti K., οι περισσότεροι πέρναγαν από το cd player κάποιο από τα volumes της σειράς Cafe Del Mar.

Δέκα χρόνια πριν, όταν ο Jose Padilla, resident του club Cafe del Mar, ενός εκ των πιο φημισμένων venues στην Ibiza, συγκέντρωνε τα κομμάτια της ομώνυμης συλλογής, δεν φανταζόταν ότι σήμερα αυτή η φιλοσοφία της συγκέντρωσης των πάντων με μόνιμο γνώμονα την ατμόσφαιρα θα ήταν κυρίαρχη στους περισσότερους ιδιωτικούς αστικούς χώρους ομαδικής μάζωξης, πέρα βέβαια από τα καλοκαιρινά μπαράκια που θα ήθελαν να αναπαράγουν το χαλαρωτικό συναίσθημα. Από τα σικ κομμωτήρια, ως τις αίθουσες αναμονής των πολυτελών ιατρείων και την αυτοσχέδια παραλία του Avopolis, μία εκ των συλλογών της σειράς Cafe del Mar αποτελεί την κατάλληλη λύση, αλλά γι'αυτό το all-around (αν βάλουμε και κανένα δείπνο συγκεκριμένης κατάληξης, μία γραμμή αναμονής και κανένα ασανσέρ) σίγουρα δεν ευθύνονται οι επιλογές του.

Το μπαρ βέβαια, όπου μπορεί κανείς να απολαύσει ένα μοναδικό ηλιοβασίλεμα, έχει ηλικία που φτάνει σχεδόν το ένα τέταρτο του αιώνα. Χρειάστηκε όμως τη διασημότητα των sets του Jose Padilla και τις πρώτες συλλογές, για να μπει στα χείλη των Ιαπωνέζων, των Βορειοαμερικάνων και των νότιων Ευρωπαίων αρχικά.

Στις συλλογές Cafe del Mar, όπως είμαι σίγουρος ότι ήδη γνωρίζετε, δεν υπάρχει είδος μουσικής, αλλά πνεύμα. Μάλιστα, τα χρώματα γύρω του καθόριζαν και το παίξιμό του. Αν η θέα του ηλιοβασιλέματος ήταν φωτεινή, ο Padilla έπαιζε χαρούμενη και upbeat μουσική, αν το τοπίο ήταν γκρίζο, μια μελαγχολία διαπερνούσε τις επιλογές του. Αν μας ανάγκαζε κανείς να γράψουμε τι χρώματα διακρίνουμε εδώ, σίγουρα δεν θα ήταν καθαρά, μάλλον προς pastel. Δεν είμαι σίγουρος αν παρακολουθούμε άλλωστε το ηλιοβασίλεμα με καθαρά μάτια.

Αν και πολλά εκ των κομματιών βρίσκονται σε αρκετές δισκοθήκες, τουλάχιστον για εκείνους που δεν έπαθαν γρήγορα overdose, φανταζόμαστε ότι αυτή η συλλογή περισσότερο πετυχαίνει το στόχο της ως εισαγωγή για κάποιον που θέλει να έχει μια συνολική άποψη της μουσικής φιλοσοφίας και του mood, παρά ως συγκέντρωση των καλύτερων στιγμών. Έχουμε την εντύπωση ότι καμία λίστα του καθενός από μας, δεν μπορεί να συμπίπτει με κάποια άλλη.

Μέσα από τις flamenco κιθάρες του Paco de Lucia, πάντως, το funk των New Funky Generation, το Stone Roses-ικό "Adios Ayer" του ίδιου του Padilla, ακόμα και την απογύμνωση του "Letting the Cables Sleep" των Bush από τους Nightmares On Wax, που γίνεται κλειστοφοβικό χάνοντας τη macho, grunge χροιά του, επιτυγχάνεται η εισαγωγή αυτή. Είναι δύσκολο, βέβαια, να μην έχει ακούσει κανείς remix σαν και εκείνο το ονειρικό από τα 1998, στο "Talking With Myself" των Electribe 101.

Από την άλλη, όμως, είναι εξίσου δύσκολο να χωνέψει κανείς την ανάγκη για παρουσία κραχτών, όπως το νέο remix στο κομμάτι των Coldplay, "God Put A Smile Upon Your Face" για να ενισχυθεί μια εξ αρχής κερδισμένη -λόγω του υλικού- απόφαση...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured