Ο Παναγιώτης Πανταζής και ο Γιάννης Αναγνωστόπουλος παραείναι μικροί για να έχουν ζήσει στην εποχή τους τις κυκλοφορίες του Speak And Spell (1981) των Depeche Mode, του Music For Parties (1980) των Silicon Teens ή ξερωγώ το Disco Dream (1979) των Androids. Ωστόσο εμπνέονται σχεδόν αποκλειστικά από εκείνο τον ήχο της πρώιμης electro-pop που της αρέσει να χορεύει σε φουτουριστικά διαστημικά πεδία και να μεταμορφώνεται σε συναρπαστική space-disco. Η αναδρομή των δύο τους είναι αξιέπαινη αν μη τι άλλο επειδή ξεπερνάει με συνοπτικές διαδικασίες τις προφανείς, της γενιάς τους, αναφορές και κάνουν ένα γενναίο ρετρό ταξίδι σε ηχοτοπία που οι συνομήλικοί τους ίσως δεν έχουν ακούσει καν ούτε κατά λάθος. Δεν είναι μόνο ότι εντρυφούν στον απλό, στέρεο και ανεβαστικό ήχο της synth pop του Roland, το κάνουν και με τη μελωδική στόφα που αρμόζει στην εποχή που οι επιτυχίες ακούγονταν από τα ακροατήρια καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας και σίγουρα της νύχτας, σε ραδιόφωνα, σε ακουστικά, σε clubs, χωρίς να ξεφτίζει η αξία τους όταν έβγαιναν στο πρωινό φως της μέρας. Δεν είναι μόνο το αξιοπερίεργο των αναφορών τους (σιγουράκι το συμβόλαιο με την Mute αν τους έπαιρνε χαμπάρι ο Daniel Miller το 1981), δεν είναι μόνο ότι η αίσθηση της αναλογικότητάς τους κάπως ακούγεται σε κόντρα με την σημερινή ψηφιακή παντοκρατορία. Δεν είναι καν ότι και οι δύο τους ακούγονται να επιμένουν μελωδικά σε μια εποχή που μόνο το περίβλημα της σύνθεσης παίζει ρόλο – πολλές φορές οι σημερινοί ρυθμολόγοι δεν μπαίνουν καν στον κόπο να γράψουν σύνθεση…
Αυτό που είναι εντυπωσιακό πραγματικά στους Λύκους Στον Άρη είναι ότι οι δύο τους έστησαν ολόκληρο concept που διαπνέεται από την διαστημική pop κουλτούρα όπως την ξέρουμε ως σήμερα: υπάρχουν σκάφανδρα, πλανήτες, μετεωρίτες, λίγο οξυγόνο, μαύρες κουκίδες, νεκρά τηλεσκόπια, ο μόνος παράδεισος που υπήρξε ποτέ κ.λπ. Ανακατώστε την τράπουλα των σημειολογικών και θα έχετε πάνω κάτω την αφήγηση που έχουν σκαρφιστεί όχι πολύ μακριά από κάθε ταινία επιστημονικής φαντασίας που έχετε δει και περιλαμβάνει ανθρώπους και άγνωστες μορφές ζωής. Και ανάμεσα σε αυτά, φυσικά η ανάγκη για επαφή, η ανάμνηση της τρυφερότητας, η συναισθηματική τρικυμία μπροστά στο άγνωστο που επαναφέρει στο νου τις ξέγνοιαστες γήινες στιγμές και το σημαντικότερο, οι λύκοι που βρίσκουν εκεί και δεν είναι τόσο κακοί κατά βάθος… Ή μήπως είναι οι ιδανικοί ξένοι που μας λείπουν;
Ο δίσκος είναι ανάλαφρος, uptempo, εξωστρεφής, κομψά δραματικός, συγκρατημένα αισιόδοξος, περιπετειώδης, με ορθάνοιχτα μάτια σαν εκείνα των θεατών των διαστημικών b-movies στα 50s. Έχει στιλ, ολοστρόγγυλα μελωδικά σχήματα που μπορείς να σιγοτραγουδάς στην αιωνιότητα (“Ροζ Φώτα”, “Κάτι Να Σε Ζεσταίνει”), φρεσκάδα στην ερμηνεία και μουσικό υλικό αγκαλιάς (“Μέρες Σιωπής”) και μια ανάγκη επιπλέον να νικήσει η ανθρωπιά: “Ο Μόνος Παράδεισος Που Υπήρξε Ποτέ” πενθεί στον επίλογο τη Γη αλλά και αισιοδοξεί ότι ένας νέος κύκλος προς την ισορροπία βρίσκεται μπροστά μας.
Είναι σχεδόν απαραίτητο να έχεις το πλαίσιο των εικονογραφήσεων του Pan Pan που έφτιαξε μεγέθη, φιγούρες, υφές και σχήματα για να δώσει οπτικό υλικό στη φαντασία. Είμαι σίγουρος ότι δεν έχετε ξανακούσει τόση συμπυκνωμένη pop υπεροπλία όσο η στροφή:
Ροζ φώτα μου δείχνουν την πόρτα
Ο ουρανός είναι γεμάτος μπισκότα
Το οξυγόνο τελειώνει τσάμπα ψυχότροπα
Σύνδεσέ με στα μπάσα να πάρω ανάσα
Οι μέρες περνάνε οι λύκοι που να ‘ναι;
Στις θάλασσες του Άρη τα σαλάχια πετάνε
Είναι φίλοι ή είναι απειλή;
Κόλλα το σκάφανδρο στο σκάφανδρο και δωσ’ μου ένα φιλί
Μετά θα περάσετε από τον πλανήτη του Supernature του Cerrone και θα σας φαίνονται όλα οικεία…