To 2023 βρήκε τους AMKA να περιοδεύουν εκτεταμένα προετοιμάζοντας, κατά κάποιον τρόπο, το έδαφος για την κυκλοφορία του πρώτου τους δίσκου λίγο πριν την εκπνοή της χρονιάς. Έστησαν, λοιπόν, το «παιχνίδι» τους γύρω από μία συνθήκη κλιμακούμενης ανυπομονησίας, ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως με κάθε live τους ανέβαζαν ακόμη περισσότερο τις προσδοκίες για το επικείμενο στουντιακό εγχείρημα. Αναπόφευκτα, το On Patrol δεν μπορεί να απομονωθεί από το εντυπωσιακό συναυλιακό κρεσέντο της μπάντας και η ακρόαση του μπαίνει υπό το πρίσμα του κερδισμένου/ χαμένου στοιχήματος: κατάφεραν οι ΑΜΚΑ να συλλάβουν την live τους ενέργεια στο στούντιο;
Θα ήθελα πολύ η απάντηση να ήταν εμφατικά θετική, αλλά φοβάμαι πως η τελική σούμα αφήνει ένα «έτσι και έτσι» ως εντύπωση. Αρχικά, το βαρύ όπλο της μπάντας ακούει στο όνομα Chris Scott: η προφορά του Βρετανού frontman και η χαρισματική σκηνική του παρουσία - ένας ελλειπτικός, παραστατικός χορός στο ενδιάμεσο της απόστασης μεταξύ των David Byrne και Ian Curtis - δημιουργούν έναν εκρηκτικό συνδυασμό που θα τον ζήλευε κάθε εγχώρια μπάντα με το βλέμμα προς το εξωτερικό. Ωστόσο, ο δίσκος έχει ηχογραφηθεί κατά τέτοιο τρόπο που τραβάει προς τα πίσω και εξουδετερώνει την, καλώς ενοούμενη, παλαβομάρα του Scott, η οποία είναι βασικό συστατικό της live εμπειρίας των AMKA. Μπορώ να σκεφτώ και άλλα στοιχεία που ακούω στις συναυλίες, αλλά όχι στον δίσκο: οι παικτικές ικανότητες και η χημεία μεταξύ των υπόλοιπων μελών του γκρουπ, η εθιστική dance-punk διάσταση που παίρνουν τα κομμάτια και κυρίως, η ψυχή και η καύλα που τα απογειώνει. Δεν είναι πως αγνοούνται εντελώς, πόσο μάλλον αν η πρώτη επαφή ενός ακροατή με τους AMKA συμβαίνει με αυτή την κυκλοφορία, τότε μπορεί ίσως να τα νιώσει περισσότερο. Η τριπλέτα “Kind Of Sex”, “So What”, “God Is In The Body” βρίσκεται πιο κοντά στον πυρήνα του γκρουπ: Fall μπασογράμμες, Television κιθάρες, χορευτική post-punky ενέργεια στην λογική των Rapture και όλα αυτά με φωνητικά κάποιου που θα ήθελε να είναι το τέταρτο μέλος των Beastie Boys. Και αν αυτά τα τρία κομμάτια στέκονται γερά και στην ηχογραφημένη τους εκδοχή, είναι στα “Train Again”, “Sweet Melodies” και “Don’t Touch It” που οι αστοχίες ακούγονται πιο τρανταχτά.Τρία από τα highlights στις live setlists τους, εδώ μετατρέπονται σε μπανάλ, θορυβώδεις κακοφωνίες που δεν οδηγούν πουθενά.
Ευτυχώς, το άλμπουμ κλείνει με θετικό πρόσημο, καθώς το “We Don’t Like it” φέρνει στο τραπέζι όλα εκείνα τα στοιχεία που έχουν αναδείξει τους AMKA σε ένα από τα πιο καυτά ονόματα του εγχώριου κιθαριστικού τοπίου. Μπορεί η τόσο one to one σύγκριση μεταξύ της live και στούντιο εκδοχής του δίσκου να μοιάζει άδικη, αλλά είναι το ίδιο του γκρουπ που έβαλε τον πήχη πολύ ψηλά την χρονιά που μας πέρασε. Μπορεί, άλλωστε, το ζητούμενο να μην ήταν ποτέ να διοχετευθεί όλη η μαεστρία τους στην δισκογραφική απόπειρα και αυτή να αποτελεί ένα βοηθητικό εγχειρίδιο γνωριμίας στον δρόμο για το κυρίως μενού. Αυτό θα το βρείτε σίγουρα σε κάποιο λαιβάδικο κοντά σας και είναι εκεί που οι AMKA κερδίζουν πάντα το στοίχημα.