Λωτός. Το άνθος που ενέπνευσε τέχνες και θρησκείες ανά τους αιώνες, από την Ινδία μέχρι το Θιβέτ και από την Κίνα μέχρι την Αίγυπτο, σύμβολο του ανατέλλοντος ηλίου, σταθερά της ανατολικής ποίησης, μοτίβο της φαραωνική αρχιτεκτονικής. Λωτός. Ο ομηρικός καρπός που φύτρωνε σε ένα νησί της σημερινής Τυνησίας και βάφτισε άλλη μια περιπέτεια του Οδυσσέα στα βιβλία των σχολικών μας χρόνων. Λωτός, φρούτο μαγεμένο, φρούτο του Παραδείσου για τους Άραβες, αγαπημένη υπερτροφή για τις σαλάτες της σύγχρονες γαστρονομίας, μοιραίο φρούτο για εμάς και τις σύγχρονες ελληνικές οδύσσειες που φαίνεται ότι έχουμε ιδιαίτερο ταλέντο να ξεχνάμε.
Ο Βασίλης Ντοκάκης βέβαια όταν διάλεγε το όνομα για το ντεμπούτο προσωπικό album του, Lotus, μάλλον δεν είχε τον ομηρικό λωτό κατά νου αλλά τον αιγυπτιακό, ως σύμβολο, μεταξύ, άλλων της μετενσάρκωσης, μιας και -όπως δηλώνει ο ίδιος στις συνεντεύξεις του, αυτός ο δίσκος, άμεσα συνδεδεμένος με την επιστροφή του στην Αθήνα από το Λονδίνο, το νέο, μικρό αλλά θαυματουργό studio που έφτιαξε στο Μετς καθώς και με τη μουσική στη ζωή του πια ως επάγγελμα και επίκεντρο και όχι ως περιφερειακή δραστηριότητα, ήταν ένα προσωπικό του ορόσημο αναγέννησης, μια νέα αρχή.
Πατώντας το play αυτή η εσωτερική φόρτιση του album σε τυλίγει απευθείας και σε παρασέρνει σε μια ιδιαίτερη εμπειρία ακρόασης. Δεν μπορείς ακριβώς να διακρίνεις πίσω από τα πέπλα του Lotus τα βιώματα που τον έχουν ενεργοποιήσει -και πότε μπορείς εδώ που τα λέμε να το κάνεις αυτό σε συνθήκες ρευστού απόηχου;- το σίγουρο όμως είναι ότι έχεις να κάνεις με μια γοητευτική εσωστρέφεια που εκρήγνυται ήσυχα, χωρίς πολλά πολλά, και στέλνει στη διεπαφή της ακρόασης μικρές λάμψεις από κάτι απροσδιόριστα όμορφο.
Ημίφως και αποχρώσεις πριν και μετά το σκοτάδι, electronics και πλήκτρα που θυμίζουν τρεχούμενο νερό, εύθραυστες παλέτες, οριακά απόκοσμα πνευστά σε κυμαινόμενα βάθη, φωνητικά που υποχωρούν στις ηχητικές ιδέες και τις υπηρετούν γλυκά, και ένα ρυθμικό υπόβαθρο που βγαίνει πολλές φορές μπροστά σε ρόλου πρώτου βιολιού και x-factor, προϊόν της ευφυούς συνεργασίας του Βασίλη Ντοκάκη με τον εξαιρετικό drummer Χρήστο Βίγκο. Τα 36 λεπτά και 30 δευτερόλεπτα του δίσκου κυλάνε απαλά και γάργαρα σαν ένα, πράγμα που θα μπορούσε σε μια άλλη όψη του νομίσματος να καταγραφεί ως μειονέκτημα μονοτονίας, αν τα highlights δεν έκαναν πολύ καλά τη δουλειά τους – βλέπε to κελαρυστό “Amazing”, “Human” με τους Ντοκάκη και Βίγκο σε εμπνευσμένη αποστολή στον πλανήτη Radiohead και το οριακό, διερευνητικό “I Can’t Escape Myself” που διασχίζει τον φλοιό του Lotus στοχεύοντας στον εσώτερο πυρήνα του.
Τώρα που το σκέφτομαι στο Lotus τελικά λειτουργούν και οι ομηρικές ιδιότητες του ομώνυμου φρούτου. Πατώντας το play ξεχνάμε τον Βασίλη Ντοκάκη – παραγωγό των μεγάλων επιτυχιών της εγχώριας ανεξάρτητης σκηνής, οριακά ίσως ξεχνάμε και τον Βασίλη Ντοκάκη των No Clear Mind, παρόλη τη συνάφεια και τη συγγένεια της μουσικής γλώσσας. Κι αυτό γιατί το Lotus είναι μια δουλειά αμιγώς προσωπική, από εκείνες μάλιστα που δεν προορίζονται για ταχεία και μαζική κατανάλωση, που το οικείο δεν σερβίρεται στο πιάτο αλλά κερδίζεται -αν κερδηθεί- μετά από ολοκληρωμένη ακρόαση και πολλαπλή εξερεύνηση. Είναι μια στιγμή αγνής καλλιτεχνικής προσωπικής έκφρασης, μια στιγμή του «μέσα» που έρχεται η ώρα να βγει προς τα «έξω» γιατί δεν μπορούσε να περιμένει άλλο, κι ας το κάνει με έναν διακριτικό, κομψό παφλασμό αντί για κάποιο εκκωφαντικό μπαμ. Στην περίπτωση του Βασίλη Ντοκάκη είναι κάτι παραπάνω από αρκετός για την εισδοχή του σε εκείνους τους καλλιτέχνες που εκτός από μέρη ενός επιτυχημένου συνόλου ή εγχειρήματος αξίζει να παρακολουθείς και ως μονάδες.