Όταν ξεπήδησαν οι Cyanna Mercury στο εγχώριο προσκήνιο, απέδειξαν μέσα στο σύντομο χρονικό διάστημα της πορείας τους, πως η εναλλακτική ροκ τους προσφέρει πράγματι ένα αρκετά διαφορετικό ηχόχρωμα, πολυσχιδές, σκοτεινό και περίπλοκο. Η πρώτη δισκογραφική κατάθεση του Σπυρέα Σιντ (Σιδηρόπουλου), ως Iam Nothe, φέρνει στο νου αρκετά έντονες θύμησες από το Archetypes, ωστόσο προβάλλεται ακόμα πιο μελετημένη, συμπαγής και μελαγχολική. Το The Grand Design συγκροτεί μια εμφατική κιθαριστική διαμαρτυρία για τα υπαρξιακά ναδίρ και τα ψυχικά αδιέξοδα, με άκρως τολμηρές κι εντυπωσιακές (θα έλεγε κανείς) φωνητικές διακυμάνσεις, ενώ τα percussions και η σωρεία ανατολίτικων επιρροών στο background, δομούν ένα ακέραιο πόνημα, πυροδοτώντας μια «γεμάτη» και βαθύπνοη ακουστική εμπειρία.
Χρησιμοποιώντας και συνδυάζοντας έξυπνα τα δυνατά του στοιχεία, όπως την περίτεχνη στιχουργική, τα ειδυλλιακά synths και τις πομπώδεις αλλά παράλληλα αργόσυρτες και fuzzy κιθαριστικές παρεμβάσεις, η fusion προσέγγιση και οι soulful πινελιές που διανθίζουν τα κομμάτια του δίσκου, διατρανώνουν την πολυπλοκότητα στη σύλληψη των συνθέσεων αλλά και την ριζωμένη αγάπη για μια πνευματώδη δημιουργία. Ξεχωρίζουν τα “All The Lives I Never Led” και “Lord You Are The Cure”, για τη τόσο μεστή ερμηνεία, που φιλοτεχνείται από το δανεισμό επιρροών από τους Ian Astbury και Paul Weller.
H ωμότητα, και η μαγευτική, ψυχεδελική ψυχρολουσία στο δεύτερο μισό του "Babylon Burn", κλείνει αινιγματικά το μάτι στους μουσικούς πειραματισμούς των King Gizzard και στοιχειοθετεί ένα μυσταγωγικό σύμπαν εγκλεισμού και εσωτερικής ενδοσκόπησης. Στο “Path Of Least Resistance”, διακρίνουμε ένα εντυπωσιακό χτίσιμο της φωνής, κι έναν ερμηνευτή ο οποίος πιστεύει στις άπειρες δυνατότητες της χροιάς του, ενώ η rock n’ roll, ρετρό ατμόσφαιρα που καλλιεργείται στο εμπνευστικό “There’s No End” εξυμνεί την πληθώρα των ηχητικών διαθέσεων που δεσπόζουν σε όλο το δίσκο, παντρεμένες με μια ιδιαίτερη αίσθηση εντοπιότητας. Στο τέλος, τα αντικρουόμενα συναισθήματα αλλά και η ισχυρή ταύτιση ανά σημεία, που λαμβάνει κανείς ακούγοντας το The Grand Design, θεμελιώνουν ένα μαεστρικό και πολυεπίπεδο ντεμπούτο ενός καλλιτέχνη που δείχνει να γνωρίζει πολύ καλά τι θέλει να πετύχει και κερδίζει αναμφίβολα μια απ’ τις πρώτες θέσεις, ανάμεσα στις πιο ενδιαφέρουσες, εγχώριες solo κυκλοφορίες.