«Aυτός ο δίσκος έρχεται μέσα από μια πολύ δύσκολη προσωπική κρίση που πέρασα. Ήταν στις αρχές τις πρώτης καραντίνας θυμάμαι, που μόλις είχα μετακομίσει, το σπίτι ακόμα άδειο, έμενα μόνος μου και δούλευα και στο φαρμακείο, με σερί ωράριο, και πάρα πολύ φόβο, μάσκες, γάντια, όλα αυτά. Γυρνούσα στο σπίτι στις πέντε – έξι το απόγευμα και δεν ήθελα να κάνω τίποτα, δεν ήθελα να κάνω καθόλου μουσική -έπαιζα μόνο video games σαν το ζόμπι και είχα αποκοπεί από όλα τα υπόλοιπα. Κάπως έτσι βέβαια κατάφερα να τερματίσω και το Zelda -κάτι που δεν υπήρχε περίπτωση να είχε γίνει υπό άλλες συνθήκες. Και κάποια στιγμή, ξημερώνει μια Παρασκευή του Απριλίου και έχει βγάλει η Fionna Apple καινούριο δίσκο -έπρεπε να το ακούσω οπωσδήποτε. Κατεβάζω το Fetch the Bolt Cutters, βάζω τα ακουστικά και πάω μια βόλτα στην Κηφισιά να τον ακούσω. Δεν είχα διαβάσει reviews, τίποτα, ήμουν απροετοίμαστος. Και έπαθα σοκ τεράστιο. "Πω ρε μαλάκα, τι έχει γράψει το κορίτσι", σκεφτόμουν συνέχεια, καθόμουν σε παγκάκια, έτρεμα, έκλαιγα με όλη αυτήν την κατάθεση ψυχής που έχει κάνει στον δίσκο. Και έτσι μου γύρισε, εκεί, να κάνω κι εγώ έναν δίσκο, να τιμήσω τη Φιονάρα. Πάω σπίτι, πακετάρω όλα τα video games, παίρνω τηλέφωνο στον ΝΑΚΑ και ξεκινάω να παραγγέλνω πράγματα για να στήσω ένα home studio. Mαζεύω και όλα μου τα πλήκτρα που τα είχα από εδώ κι από εκεί, και αρχίζω να διαβάζω τα tutorials του Ableton. Δεν είχα ασχοληθεί ποτέ ξανά με την ηχοληψία, δεν είχε χρειαστεί ποτέ καν να καρφώσω ένα καλώδιο στην κάρτα ήχου -πάντα μου τα κάνανε στο studio. Αλλά με όλη την πείρα που έχω από τους δίσκους που έχω γράψει, διαβάζοντας και βλέποντας videos άρχισα σιγά σιγά να μαθαίνω, να βλέπω τι μπορώ να κάνω και σιγά – σιγά να έρχονται και οι ιδέες για τα τραγούδια – το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη δεν λένε;». Κάπως έτσι ξεκίνησε την αφήγηση του ο Prins Obi, κατά κόσμον Γιώργος Δημάκης, ένα ηλιόλουστο πρωινό φθινοπώρου, στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Avopolis.gr με αφορμή την κυκλοφορία του τέταρτου κατά σειρά solo album, The Grasshopper Lies Heavy – μια αφήγηση που αξίζει τον κόπο να διαβάσετε, μιας και φωτίζει από τη “σωστή” γωνία κάθε πτυχή αυτού του δίσκου και της σημασίας του τόσο για τον δημιουργό του, όσο και για τον ακροατή του.
O δίσκος είναι το απόλυτο -μέχρι στιγμής- “one man show” του Prins Obi, αφού είναι χτισμένος και ζυμωμένος από και στο προσωπικό σύμπαν του δημιουργού του, από τη δημιουργία του DYI home studio όπου ηχογραφήθηκε μέχρι την τελευταία πληκτροφόρα πινελιά. Είναι δεδομένο ότι μπορούμε με μεγάλη ασφάλεια να μιλήσουμε για τον “πιο προσωπικό” δίσκο του Prins Obi μέχρι σήμερα -ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για ένα “project καραντίνας και κατάθλιψης”, αυτό που ωστόσο δεν είναι καθόλου δεδομένο είναι το πόσο βαθιά προσωπικός είναι. Στο The Grasshopper Lies Heavy ο Prins Obi, χωρίς να απωλέσει ούτε στιγμή την καλλιτεχνική του μεταμφίεση, εκτίθεται όσο ποτέ άλλοτε, μας αφήνει να δούμε τον Γιώργο Δημάκη, όχι από την κλειδαρότρυπα, αλλά με την πόρτα ορθάνοιχτη να παίζει γυμνός, πιάνο και synths και κιθάρες, με τα video games που τον κράτησαν ζωντανό στο lockdown κουβάρι σε μια γωνιά. Το βάθος αυτής της προσωπικής κατάθεσης είναι που χαρίζει στον δίσκο ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα που μπορεί να έχει μια καλλιτεχνική έκφραση: αλήθεια και πρωτοτυπία.
Οι ιδιωματικές εναλλαγές του δίσκου -που κάπου αλλού θα φάνταζαν ως ανομοιογένεια- εδώ υποστηρίζουν στο ακέραιο τo ακούσιο concept των ψυχολογικών μεταπτώσεων μιας καραμπινάτης περιόδου διαταραχής, όπως αυτή που δεν έχει κρύψει στιγμή πώς πέρασε ο Prins Obi το τελευταίο χρονικό διάστημα και κατά την ηχογράφηση του album. Ενώ οι δεκάδες, όχι απαραίτητα ολοκληρωμένες, ιδέες που ξεπετιούνται σε κάθε γύρισμα δίσκου έχουν τη γοητεία ενός μικρού παιδιού που εξερευνά τον κόσμο γράφοντας χιλιόμετρα στο παιδικό του δωμάτιο. Τόνοι Barretικής ψυχεδέλειας, kraut, electro post punk, βιομηχανικοί απόηχοι και glam υπονοούμενα – ο μικρός και μεγάλος κόσμος του The Grasshopper Lies Heavy ρίχνει τόπια σεβεντίλας στρώνοντας έναν δρόμο που ενώνει την Αθήνα του 2021 με το Βερολίνο, το Ντύσελντορφ και το Λονδίνο των ‘70s. Κάθε τραγούδι είναι και ένα εντελώς διαφορετικό slide στο view master του Prins Obi, πυκνό σε αναφορές και σοκαριστικά -πολλές φορές- δυνατό σε σύλληψη. Όλα τα μέρη του δίσκου συνεισφέρουν με μια ακούσια, οξύμωρη ισορροπία στο πολυσυλλεκτικό, ετερόκλητο, πολύχρωμο γαϊτανάκι όπου συναντάμε τον Obi να χορεύει μαζί με όλα του τα ινδάλματα και όλους τους εαυτούς του. Τα τραγούδια σκάνε σαν θραύσματα από ένα αφηρημένο παρελθόν και φυτρώνουν στα εδάφη του ακροατή στο σώμα και στη φόρμα της σύγχρονης ποπ ιδεολογίας. Προσωπικά αγαπημένα το “with a Bowie’s touch” “Devil’s Treats”, το για τα Suicide χορευτάδικα πλασμένο “You ‘re The Virus” και το εθιστικό progressive riff του outro πριν από το outro “Just A Shield” -αλλά ο καθένας θα βρει τα δικά του μέσα σε αυτό το καλειδοσκοπικό bedroom project που πήρε το όνομά του από -τι άλλο;- μια νουβέλα επιστημονικής φαντασίας.
Το The Grasshopper Lies Heavy -πέρα από όλα τα υπόλοιπα- είναι ο πιο σημαντικός δίσκος του Prins Obi μέχρι σήμερα. Όχι εξαιτίας κάποιας ανυπέρβλητης τομής στον ήχο ή ανεπανάληπτων συνθέσεων που όμοιες τους δεν θα ξαναβρεις. Αλλά γιατί καταφέρνει να βρει την δύναμη στην αδυναμία, τη σταθερότητα στην αστάθεια, την ολοκλήρωση στο πρωτόλειο. Το The Grasshopper Lies Heavy είναι το αφυπνιστικό αγώι ενός ανθρώπου που διαλέγει όψη στο νόμισμά του και έχει μια ξεκάθαρη ιστορία να διηγηθεί -μια ιστορία που αξίζει να ξυπνήσουμε για να την ακούσουμε.