Ένα κυριακάτικο πρωί του φθινοπώρου στο σταθμό της Κηφισιάς, περιμένουμε τον Γκοντό, που αυτή τη φορά έρχεται χωρίς μεγάλη καθυστέρηση, με μαύρα γυαλιά, ασορτί ρούχα και διάθεση για ψαρωτικό χαβαλέ «Μα αύριο δεν είχαμε πει;». Ο Γιώργος Δημάκης είναι ο Prins Obi και παράλληλα ένας φαρμακοποιός που ζει στην Κηφισιά, εξερευνώντας τον προσωπικό του μουσικό κόσμο. Πριν μερικά χρόνια ήταν σάρκα από τη σάρκα μιας μπάντας που καθόρισε με μια ανέμελη ψυχεδέλεια το μπαμ του αθηναϊκού indie των early ‘10s. O Prins Obi είναι ο Γιώργος Δημάκης και κάποιες στιγμές είναι σαν να έχει ξεκολλήσει από κάποιο strip από sci-fi κόμικ, όπου ο ήρωας περνάει ένα κάρο τρελλές περιπέτειες με την ροκ συμμορία του, σε ένα διάστημα που μοιάζει πολύ με την πόλη μας, χάνεται σε προσωπικές δίνες, και επανεμφανίζεται σε έναν βόρειο γαλαξία όπου βρίσκει τη μαγική του δύναμη σε ένα δωμάτιο του σπιτιού του. Το χιούμορ του είναι τόσο αφοπλιστικό όσο και η ειλικρίνειά του, η δύναμη της αφήγησης διαπερνά την όποια “τρέλα” της περσόνας και της δίνει ένα απρόσμενο και ευχάριστο ειδικό βάρος και από την πρώτη στιγμή καταλαβαίνεις ότι η κουβέντα θα είναι πολύ ωραία -όσο ωραία είναι πάντα μια κουβέντα με ανθρώπους που χαίρεσαι πραγματικά να γνωρίζεις από κοντά.
To τέταρτο κατά σειρά προσωπικό album του Prins Obi, The Grasshoper Lies Heavy, που κυκλοφόρησε πριν μερικές ημέρες από το label της Inner Ear, έχει μια από τις πιο ειλικρινείς, άμεσες και με ενδιαφέρον ειπωμένες background stories από τα “projects καραντίνας” που κυκλοφορούν αυτήν τη στιγμή εκεί έξω. Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς αφού μιλάμε για έναν δίσκο εμπνευσμένο από το Fetch the Bolt Cutters της Fiona Apple και ζυμωμένο μέσα στο αλάνθαστο DIY βαρέλι της προσωπικής ψυχικής διαταραχής που βρίσκει μια οπή δημιουργικής διεξόδου; «Αυτός ο δίσκος έρχεται μέσα από μια πολύ δύσκολη προσωπική κρίση που πέρασα. Ήταν στις αρχές τις πρώτης καραντίνας θυμάμαι, που μόλις είχα μετακομίσει, το σπίτι ακόμα άδειο, έμενα μόνος μου και δούλευα και στο φαρμακείο, με σερί ωράριο, και πάρα πολύ φόβο, μάσκες, γάντια, όλα αυτά. Γυρνούσα στο σπίτι στις πέντε – έξι το απόγευμα και δεν ήθελα να κάνω τίποτα, δεν ήθελα να κάνω καθόλου μουσική -έπαιζα μόνο video games σαν το ζόμπι και είχα αποκοπεί από όλα τα υπόλοιπα. Κάπως έτσι βέβαια κατάφερα να τερματίσω και το Zelda -κάτι που δεν υπήρχε περίπτωση να είχε γίνει υπό άλλες συνθήκες (γέλια). Και κάποια στιγμή, ξημερώνει μια Παρασκευή του Απριλίου και έχει βγάλει η Fionna Apple καινούριο δίσκο -έπρεπε να το ακούσω οπωσδήποτε. Κατεβάζω το Fetch the Bolt Cutters, βάζω τα ακουστικά και πάω μια βόλτα στην Κηφισιά να τον ακούσω. Δεν είχα διαβάσει reviews, τίποτα, ήμουν απροετοίμαστος. Και έπαθα σοκ τεράστιο. "Πω ρε μαλάκα, τι έχει γράψει το κορίτσι", σκεφτόμουν συνέχεια, καθόμουν σε παγκάκια, έτρεμα, έκλαιγα με όλη αυτήν την κατάθεση ψυχής που έχει κάνει στον δίσκο. Και έτσι μου γύρισε, εκεί, να κάνω κι εγώ έναν δίσκο, να τιμήσω τη Φιονάρα. Πάω σπίτι, πακετάρω όλα τα video games, παίρνω τηλέφωνο στον ΝΑΚΑ και ξεκινάω να παραγγέλνω πράγματα για να στήσω ένα home studio. Mαζεύω και όλα μου τα πλήκτρα που τα είχα από εδώ κι από εκεί, και αρχίζω να διαβάζω τα tutorials του Ableton. Δεν είχα ασχοληθεί ποτέ ξανά με την ηχοληψία, δεν είχε χρειαστεί ποτέ καν να καρφώσω ένα καλώδιο στην κάρτα ήχου -πάντα μου τα κάνανε στο studio. Αλλά με όλη την πείρα που έχω από τους δίσκους που έχω γράψει, διαβάζοντας και βλέποντας videos άρχισα σιγά σιγά να μαθαίνω, να βλέπω τι μπορώ να κάνω και σιγά – σιγά να έρχονται και οι ιδέες για τα τραγούδια – το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη δεν λένε;»
Ακόμα και όταν βρίσκεις όμως αυτήν την περίφημη χαραμάδα από την οποία διαφαίνεται το φως της διεξόδου, τα πράγματα δεν μετατρέπονται αυτόματα σε έναν δρόμο στρωμένο με ροδοπέταλα. «Παρότι ήταν πολύ ωραία όλα αυτά, με το νέο project και όλην αυτήν την προοπτική, είχα πιεστεί και πάλι πάρα πολύ με το να δουλεύω στο φαρμακείο μόνος μου όλη μέρα και παράλληλα να μαθαίνω σε βάθος κάτι καινούριο. Έχασα και τον παππού μου εκείνη την περίοδο, κάτι που επιβάρυνε την ψυχολογία μου. Το καλοκαίρι του 2020 πήγα στο εξοχικό μου με σκοπό να γράψω και άλλα κομμάτια και να προχωρήσω τον δίσκο – και εκεί έπεσε ο διακόπτης. Έγραψα το “Apricote Jive”, το πρώτο κομμάτι του δίσκου, και αμέσως μετά κλάταρα. Πυροδοτήθηκε μια πολύ άσχημη κατάσταση, θες να το πεις κατάθλιψη, θες να το πεις αγχώδη διαταραχή, όπως και να το πεις ήταν κάτι πάρα πολύ άσχημο. Είχα ένα μόνιμο στρες, όλη μέρα, κάθε μέρα, ένα δυσβάσταχτο άγχος, ένιωθα να μη με χωράει ο τόπος, βούιζαν τα αυτιά μου. Τα σταμάτησα όλα -πρώτη φορά αφήνω δίσκο στη μέση. Δεν με άφηνε ούτε το σώμα μου, ούτε το μυαλό μου να συνεχίσει, να κάνει οτιδήποτε. Και ήταν αρκετά βασανιστικό όλο αυτό -είχα φτάσει να έχω ολόκληρο τον δίσκο στο μυαλό μου και να μην μπορώ να κάνω τίποτα. Σιγά σιγά, με τη βοήθεια της κοπέλας μου, της οικογένειάς μου, και των κοντινών μου ανθρώπων, ξαναέπιασα το project μετά από μερικούς μήνες και μέσα σε δυο μήνες είχα σχεδόν ολοκληρώσει τον δίσκο. Είναι αλήθεια ότι από όλο αυτό επανήλθα με περισσότερη όρεξη και με οξυμένες τις δεξιότητες μου -σαν να είχε γίνει ένα update στο μυαλό μου και κάπως σαν, μετά από όλο αυτό το σκοτάδι, όλα να μου φαίνονταν εύκολα. Αυτή η τελευταία δημιουργική περίοδος του δίσκου λειτούργησε και σαν φαρμακευτική αγωγή για εμένα -μέχρι την Πρωτοχρονιά του 2021 είχα συνέλθει εντελώς. Μετά έδωσα τον δίσκο στον πολύ καλό φίλο μου και κιθαρίστα των Dream Warriors, τον Χρήστο τον Μπεκίρη που είναι και επαγγελματίας ηχολήπτης για να ολοκληρώσει τις μίξεις και να πάει για mastering στον Ανέστη Ψαρραδάκο, έναν εξαιρετικό engineer, και να πάρει το δρόμο του για την κυκλοφορία. Μέσα από αυτό το album όμως αυτονομήθηκα και μου άρεσε αυτό. Είμαι και περήφανος άνθρωπος θέλω να ξέρω ότι είμαι σε θέση μόνος μου να μπορώ να υλοποιήσω εξ ολοκλήρου μια ιδέα».
Και ο τίτλος του album από που μας ήρθε; «Toν τίτλο The Grasshopper Lies Heavy τον πήρα από την νουβέλα επιστημονικής φαντασίας The Man in the High Castle, του Philip Dick, που διάβαζα πολύ στην καραντίνα. Στο βιβλίο έχουν κερδίσει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γερμανοί και οι Ιάπωνες και έχουν χωρίσει την Αμερική σε δύο ζώνες, δυτική και ανατολική που τις έχουν μοιραστεί μεταξύ τους. Μέσα σε αυτήν την ιστορία υπάρχει ένας “αντάρτης” που τον κυνηγάνε γιατί έχει γράψει ένα βιβλίο, το The Grasshopper Lies Heavy, για το πώς θα ήταν ο κόσμος αν τον πόλεμο τον είχαν κερδίσει οι Άγγλοι. Οπότε έχουμε μια νουβέλα μέσα στη νουβέλα κι ένα παράλληλο σύμπαν μέσα στο παράλληλο σύμπαν. Και αν υπήρχε κάποιο συνειρμικό concept στον δίσκο αυτό θα ήταν, ένα “παράλληλο σύμπαν”. Μου άρεσε πολύ αυτή η αλληγορία και για το album και για το προσωπικό μου momentum, για την κατάθλιψη. Γιατί αν το σκεφτείς η ακρίδα είναι ένα πολύ ζωηρό έντομο, το οποίο χοροπηδάει και σε αυτόν τον τίτλο κείτεται βαριά -όπως κι εγώ που για τόσους μήνες δεν μπορούσα να κάνω τίποτα και είχα πέσει στην απόλυτη απραξία».
Όσο για τις επιρροές του δίσκου πέρα από τη βιωματική στιχοποιία της Fionna Apple το The Grasshoper Lies Heavy βρίθει αναφορών από τις εύφορες κοιλάδες της δεκαετίας του ’70, την εποποιία της επιστημονικής φαντασίας και τον μικρό αστικό μύθο που έχτισε ο Prins Obi την προηγούμενη δεκαετία με τους Baby Guru. «Σαν γνήσιος “γέρος” έχω εξαντλήσει τη φαρέτρα επιρροών από τα τέλη των ‘60s και early ‘70s και πάω πια προς mid ‘70s και late ‘70s. Την περίοδο που έγραφα το δίσκο άκουγα πολύ το Berlin του Lou Read, τα solo albums του Syd Barrett και πολύ Sam Cooke. Η δεύτερη πλευρά του δίσκου είναι πολύ επηρεασμένη από μπάντες όπως οι Throbbing Gristle, οι La Düsseldorf και οι Neu!. Τώρα που το σκέφτομαι είναι κάπως σαν αυτό το b-side είναι η δικιά μου ερμηνεία για το πώς θα έπαιζαν οι Baby Guru αν οι Baby Guru ήμουν μόνο εγώ. Ενώ η πρώτη πλευρά του δίσκου λειτουργεί κάπως σαν μια ώριμη συνέχεια του The Age of Tourlou. Γενικά μπορεί ο δίσκος να βγάζει σεβεντίλα, αλλά θεωρώ ότι έχει αρκετά σύγχρονα στοιχεία, ίσως να είναι και ο πιο contemporary ήχος που έχω βγάλει μέχρι σήμερα».
Και μιας και αναφέραμε τους Baby Guru, τι συμβαίνει άραγε σε αυτό το κεφάλαιο της ιστορίας; «Είμαστε σε hiatus, τα έχω πει πολλές φορές άλλωστε, κάπου είχαμε κουραστεί από όλο αυτό. Προς το παρόν δεν υπάρχει προοπτική για να ξανακάνουμε κάτι όλοι μαζί. Είμαστε παιδικοί φίλοι με τα παιδιά και λόγω όλης αυτής της τριβής κάπου είχαν εκφυλιστεί οι σχέσεις μας και είχαν αρχίσει να χάνουν τα πράγματα το νόημά τους. Όλα έχουν το τίμημά τους. Βγάλαμε μεγάλο όγκο δουλειάς σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, δουλειά για την οποία είμαστε περήφανοι, αλλά αν συνεχίζαμε κι άλλο, μετά το 2017 που το αφήσαμε, θα είχαμε πέσει σε άσχημες καταστάσεις».
Είναι η στιγμή για την αγαπημένη ερώτηση σε ανθρώπους που έχουν “διπλή ζωή”, βλέπε μια “κανονική”, “πρωινή” και όσα ακόμα εισαγωγικά θέλετε δουλειά και παράλληλα ένα δεύτερο, συνήθως καλλιτεχνικό και σχεδόν πάντα φαινομενικά ασύμβατο σύμπαν, όπου, επίσης συνήθως, έχουν άλλο όνομα, άλλα ρούχα και κάνουν κάτι πολύ διαφορετικό: για πόσο καιρό το κάνουν, πώς το κάνουν και γιατί το κάνουν; «Πάντα δούλευα ως φαρμακοποιός. Το χρειάζομαι αυτό το αντίβαρο -αν μου έλεγαν “Κάτσε σπίτι, πάρε άπειρα λεφτά και κάνε μόνο μουσική” μπορεί και να τρελαινόμουν. Έτσι έχω μάθει. Πάντα η μουσική ήταν για εμένα ένα διάλειμμα για να ξελαμπικάρω -μάλιστα ιδέες για κομμάτια και στίχους μου έρχονταν πάντα όταν διάβαζα για την εξεταστική. Από την άλλη η μουσική για εμένα ήταν και ένας λόγος που “κλάταρα” -με όλες αυτές τις ιδέες, το άγχος να τις κάνω κάτι, να τις ολοκληρώσω. Μετά βέβαια, όταν τις αντιμετώπισα πιο συνειδητοποιημένα, λειτούργησαν ως αντίδοτο και πάλι. Άρα για εμένα η μουσική είναι και ευλογία και κατάρα, μπορεί να με ανεβάσει όσο τίποτα, αλλά και πολλές φορές με φθείρει ψυχολογικά, με καταβαραθρώνει».
Μήπως όμως αυτό το φθοροποιό στοιχείο δεν είναι η μουσική αυτή καθαυτή αλλά το lifestyle που πολλές φορές, μοιραία, ακολουθεί ένας επιτυχημένος ροκ μουσικός; «Και η δημιουργία αυτή καθαυτή μπορεί να με αγχώσει, γιατί είμαι και ως άνθρωπος έτσι δεν θα κάτσω ήρεμα και χαλαρά να τελειώσω κάτι, αλλά θα αγχωθώ γι’ αυτό. Αλλά βέβαια είναι και τα παρελκόμενα που με κουράζουν. Μεγάλα ζόρια είχα περάσει και παλιότερα, το 2011, όταν είχε βγει το πρώτο album με τους Baby Guru. To είχαμε κάνει σχεδόν για πλάκα τότε, βρισκόμασταν στο υπόγειο του Γιάννη στο Μαρούσι που έγινε μετέπειτα και το στούντιο μας, χωρίς να έχουμε γράψει τίποτα, τζαμάραμε, ηχογραφούσαμε και μετά κρατούσαμε μετά το “φιλέτο” -σαν hobby. Και μετά έγινε το “μπαμ”, πολλά lives, συνεντεύξεις από εδώ κι από εκεί, ακόμα και στο Vogue, στο Madame Figaro. Ήταν κάτι πολύ έντονο και πολύ πρωτόγνωρο, και “κάηκα”. Έπαθα πάλι αγχώδη διαταραχή, αϋπνίες, ήμουν σε μια διαρκή τσίτα. Αλλά και τότε, πάλι γιατρεύτηκα όταν μπήκαμε να γράψουμε το δεύτερο μας album, το Pieces. Γι’ αυτό λέω ότι είναι δίκοπο μαχαίρι η μουσική για εμένα. Και απλώς προσπαθώ να τη χρησιμοποιώ με τον ιαματικό τρόπο -δεν είναι πάντα εύκολο- αλλά προσπαθώ. Γι΄ αυτό και μια από τις πιο δύσκολες βραδιές μου ορκίστηκα να μην ξανακαταναλώσω ποτέ ψυχοτρόπο ουσία. Όχι ότι έκανα κανονική χρήση ποτέ, κανέναν μπάφο και τέτοια. Κάποιους ανθρώπους δεν τους πειράζει, μπορούν να το στρίβουν μέχρι τα ογδόντα τους και να είναι τέλεια, αλλά εμένα δεν μου πήγε, δεν μου έκανε καλό, έδρασε αλλοιωτικά στην ιδιοσυγκρασία μου. Με το The Grasshopper Lies Heavy κατέρριψα μέσα μου, εκτός των άλλων, και τον μύθο που σε θέλει να είσαι μεθυσμένος ή “φτιαγμένος” για να γράψεις μουσική ή να ερμηνεύσεις. Σε κάποιον, λοιπόν, που περνάει αντίστοιχα προβλήματα με αυτά που πέρασα εγώ, ένα παρόμοιο άγχος ή διαταραχή, μια τσίτα ή κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα που συνδέεται ίσως με κάποια κατάχρηση, θα έλεγα να μην ντραπεί να το παραδεχτεί, να ζητήσει βοήθεια, ιατρική, φαρμακευτική, από τους κοντινούς του ανθρώπους. Και πάνω από όλα να ακούσει το σώμα του και το μυαλό του».