Αγγελική Λάλου

Λίγο πριν έρθει από την Ολλανδία για την παράσταση «Ένα ένα», ο Θανάσης Δεληγιάννης μίλησε τηλεφωνικώς με την Αγγελική Λάλου για το Αvopolis και μας είπε περισσότερα για αυτό το project των Ι/Ο στα πλαίσια της ενότητας Μουσική στη Στέγη.  

Πώς σας ήρθε η ιδέα για το «Ένα ένα»;

Το «Ένα ένα», πολύ γενικά, είναι κάτι που ξεκινά από το ελληνικό πανηγύρι. Προέρχομαι από μια οικογένεια που μεγάλωσα έτσι, ο πατέρας μου παίζει κλαρίνο, η μητέρα μου πιο παλιά ασχολούταν με τον παραδοσιακό χορό. Δηλαδή μεγάλωσα πηγαίνοντας από χωριό σε χωριό, στην επαρχία. Μετά σπουδάζοντας, έφυγα λίγο από αυτό, αλλά όταν ήρθα στο Άμστερνταμ κατάλαβα ότι -ήδη κι από τα τελευταία χρόνια των σπουδών μου στη Θεσσαλονίκη- ως συνθέτης άρχισα να μελετάω την παράδοση, αλλά με μια απόσταση, κι αρκετά από τα έργα μου προσπαθούν να απαντήσουν ή ρωτάνε το τι κάνουμε με αυτό το υλικό. Δηλαδή, κάποιες φορές το αντιμετωπίζω ως αντικείμενο, αυτό που λέμε “found object”, το οποίο το βάζω όπως είναι μέσα στα έργα μου – άλλες φορές, τις περισσότερες το αναλύω, το καταλαβαίνω και το βάζω λίγο μετατοπισμένο. Κι εδώ είναι ακόμα μία προσπάθεια σε κάτι πιο παραστατικό, δεν είναι ένα μουσικό έργο μόνο, έχει όλη τη συνθήκη του πανηγυριού ως υλικό.    

Τι θα δούμε και τι θα ακούσουμε στην παράσταση αυτή;

Το κοινό μπαίνοντας μέσα, θα μπει μέσα σε κάτι, δεν θα είναι η πλατεία η γνωστή, με μια σκηνή που ακούμε ή απλώς βλέπουμε κάτι. Δεν θα ήθελα να πω πάρα πολλά για να υπάρχει και μια αίσθηση του αναπάντεχου.   

Τι εξυπηρετεί η συνθήκη των τραπεζοκαθισμάτων στο κοινό;

Θέλω το κοινό να μπει μέσα στο πανηγύρι, το χρειαζόμαστε. Θα ήθελα ο κόσμος να μπει ως ο κόσμος που συμμετέχει σε ένα κανονικό πανηγύρι, όχι ως ο κόσμος που απλώς να δει ένα έργο.

Η πανδημία, το κλείσιμο των χώρων τέχνης και διασκέδασης, η αποχή από τα πανηγύρια μέτρησε μέσα σου για τη δημιουργία αυτής της παράστασης;

Μέτρησε μετέπειτα, αρχίζοντας δεν το είχα σκεφτεί, γιατί αυτό είναι ένα έργο που το συζητάμε με τη Στέγη από το 2019 νομίζω, μπορεί και πιο νωρίς. Σίγουρα άλλαξε το έργο όμως. Και σίγουρα ήταν και ως ένα βαθμό και μια πρόκληση – οι πρώτες πρόβες ακυρώθηκαν, αντί να κάνουμε πρόβες με τους μουσικούς κάναμε κάτι εργαστήρια πάνω σε νέες τεχνολογίες που θέλαμε να δοκιμάσουμε και σιγά σιγά υπήρξε μία μετατόπιση του έργου, όπου καταλάβαινα ότι δεν έχω επαφή με τον κόσμο, με τους ανθρώπους εννοώ που δουλεύω μαζί, τους συνεργάτες μου, κι έβαλα στην άκρη πολλές ιδέες που ήταν πιο τεχνολογικά βασισμένες, αποφασίζοντας να δουλέψω με τους ανθρώπους κυρίως, να φτιάξω ένα έργο μαζί τους. Θα μπορούσε να γίνει το ανάποδο, να τα κάνουμε όλα από απόσταση, λόγω της πανδημίας, αλλά το μαζί ήταν πιο σημαντικό για μένα.

Τώρα που πλησιάζει η ώρα της παράστασης, σε φοβίζει η συνθήκη της πανδημίας, έχεις κάποια επιφύλαξη ή κάποια αμηχανία;   

Ναι, έχω και αμηχανία και επιφύλαξη. Θα προτιμούσα να μην έχω αλλά από τη μία υπάρχει του δημιουργού ή του καλλιτέχνη γενικότερα ή του επαγγελματία που θέλει να δουλέψει η ανάγκη και η προτροπή να γίνει αυτό, από την άλλη σκέφτομαι ότι όντως βάζω μαζί κάποιους ανθρώπους. Η ιδέα του «μαζί» αντανακλάται σε όλο το έργο οπότε και επανέρχεται μέσα μου. Στην Ουτρέχτη που παίξαμε το έργο αρχές Σεπτέμβρη κι ήταν πιο χαλαρά τα πράγματα, και λόγω Ολλανδίας ίσως και περισσότερο απ’ όσο θα θέλαμε, κι εκεί λίγο δυσκολευτήκαμε. Παίξαμε αλλά κάθε στιγμή αναρωτιόμασταν για αυτό που κάναμε, για το πώς γίνεται να είμαστε ανάμεσα στον κόσμο, σε έναν χώρο που ήταν πιο μικρός από τη Στέγη. Ευτυχώς όλα πήγαν εντάξει.

Ως δημιουργός πώς βίωσες αυτό το διάστημα της πανδημίας και του lockdown;    

Μάλλον εξαιτίας του ότι ζω στην Ολλανδία, ήμουν κάπως τυχερός, είχα πρόσβαση σε πόρους και βοήθεια, περισσότερο από την Ελλάδα, υπήρχε για παράδειγμα ένα επίδομα που άγγιζε τον κατώτατο μισθό και συμπλήρωνε το εισόδημα των ελεύθερων επαγγελματιών. Εγώ ήμουν ακόμα πιο τυχερός καθώς βρήκα δουλειά μες στην πανδημία και έτσι σταμάτησα το επίδομα – έτσι οικονομικά και επαγγελματικά κατάφερα να είμαι αρκετά απασχολημένος.   

Πώς το προσωπικό βίωμα και το ότι έχεις μεγαλώσει σε οικογένεια μουσικών σε επηρέασε σε αυτή την παράσταση;

Είναι μεγάλη διαδρομή, είμαι σχεδόν 40 τώρα, δοκιμάζοντας να είμαι μέσα σε αυτό, μεγάλωσα παίζοντας παραδοσιακά κρουστά, μετά τα άφησα, για να μη συνεχίσω να κάνω αυτό που έκανε ο πατέρας μου, ασχολήθηκα με τη σύνθεση με την προτροπή του πατέρα μου, ασχολήθηκα με την κίνηση που ήταν αρκετά κοντά σε αυτό που έκανε η μητέρα μου. Έφυγα από την Ελλάδα, συνειδητοποιώ ότι ακούω πια ηλεκτρονική μουσική, δεν ακούω παραδοσιακά κι άρχισα να απαντώ στο πού πατάω και στο ποιος είμαι. Αυτό το έργο είναι αρκετά προσωπικό, ελπίζοντας ότι φτιάχνω κάτι στο οποίο ο καθένας να μπορεί βρει, να ρωτήσει ή και να απαντήσει κάτι δικό του. Δεν είναι ένα έργο μη κατανοητό. Μια δύστροπη ή σύνθετη μουσική. Είναι σίγουρα πολύ κοντά στο ελληνικό κοινό, ακούγονται από τους μουσικούς μας όντως παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια στο έργο. Βέβαια δεν είναι η μόνη μουσική που ακούγεται. Το έργο το αντιμετωπίζω ως μια σύγχρονη ευρύτερη σύνθεση. Μπορεί να μην έχω γράψει μουσική με νότες, όμως έχουν μπει μαζί έτσι τα πράγματα, σκεφτόμενος υβριδικά κάπως ως συνθέτης ίσως και σκηνοθέτης – χαίρομαι που είναι ένα έργο που δεν ξέρω πώς ακριβώς να το ονομάσω. Δεν είναι ούτε συναυλία, ούτε παράσταση, ούτε εγκατάσταση. Είναι ένα έργο… Και θα ήθελα να δω τι «διαβάζουν» οι άλλοι μέσα στο έργο.        

thanasis-deligiannis-io_ena_ena_poster-onassis-creative-studio

Πώς είναι να ζεις στην Ολλανδία κουβαλώντας στις αποσκευές σου τη μουσική του τόπου σου;

Πρέπει να είναι λίγο περίεργο για αυτούς που ζουν εδώ γιατί τελευταία κάνω αρκετά αυτό με αυτή τη μουσική -δεν θέλω να είμαι το εξωτικό φρούτο, προσέχω λίγο με αυτό. Αλλά όλο αυτό το μοντερνιστικό κύμα της σύγχρονης μουσικής μου έδωσε κάποια εργαλεία να μπορώ να αποδομώ, να δημιουργώ αποστάσεις, τεχνητές αποστάσεις, ώστε ο κόσμος να αισθάνεται ότι δεν βλέπει κάτι που δεν είναι ατόφιο και δεν έχει σχέση με αυτό – φροντίζω δηλαδή να υπάρχει κάποιο κενό για να μπορεί ο καθένας κάπως να το συμπληρώσει. Η μουσική εδώ στην Ολλανδία είναι ένας άλλος κόσμος, δηλαδή η σύγχρονη μουσική εδώ έχει ακολουθήσει άλλη διαδρομή και θα ήθελα πάρα πολύ να μπορούσα να μεταφέρω αυτή την εμπειρία.      

Πώς φαντάζεσαι και πώς θα ήθελες να δεις την παραδοσιακή μουσική να εξελίσσεται στο τώρα και στο μέλλον και ποια θα ήθελες να είναι η δική σου συμμετοχή σε αυτό;

Αυτή είναι μια πολύ επικίνδυνη ερώτηση, θεωρώ ότι η παράδοση έχει τη δική της δυναμική, εγώ θα ήθελα σίγουρα να μην είναι κλειδωμένη. Δεν θα έλεγα πού πρέπει να πάει γιατί πιστεύω είναι πάνω από εμάς – και να μη φοβόμαστε να δοκιμάζουμε πάνω στην παράδοση. Ήδη, δηλαδή, γίνονται πολλά πράγματα στην Ελλάδα σε σχέση με αυτόν τον κόσμο – ο οποίος κόσμος δεν είναι ένας συμπαγής αισθητικά κόσμος. Υπάρχει το παραδοσιακό πανηγύρι στα Ζαχαροχώρια που δεν θέλει τα ηλεκτρικά όργανα, υπάρχουν τα πανηγύρια του κάμπου με ηλεκτρικά όργανα, υπάρχουν τα κλαρίνα, που ωστόσο έχουν εκλείψει, και υπάρχουν και τα κέντρα όπως αυτά που υπήρχαν στην Ομόνοια, και το έργο αυτό συνομιλεί κάπως με αυτά τα κέντρα των δεκαετιών του ‘70, ‘80, ‘90. Υπάρχουν οι νέοι που ξαναπιάνουν τα τραγούδια και φτιάχνουν κάτι άλλο με ηλεκτρονική ή πιο ποπ μουσική. Πιστεύω ότι είναι ένα οικοσύστημα, ότι όλα πρέπει να υπάρχουν.      

Θες να μας μιλήσεις για το Ι/Ο;

Το όνομα είναι Input/out – έχει να κάνει με το μέσα-έξω. Το όνομα αυτό προέκυψε πρώτη φορά το 2013 όταν κάναμε ένα έργο για το Μέγαρο Μουσικής, που μας είχαν καλέσει, και μετά τη συμμετοχή μας εκείνη κρατήσαμε αυτό το όνομα με έναν στόχο να φτιάχνουμε υβριδικά έργα, παραστατικά έργα με βάση τον ήχο. Η ομάδα είναι πάνω κάτω η ίδια, άλλαξε μερικές φορές. Κύρια μέλη της ομάδας είναι οι Roelof Pothuis, David Jonas, George Dumitriu, Kaja Draksler και Δανάη Μπελοσίνωφ.

Μουσική, Performance και Διδασκαλία, πού νιώθεις πιο άνετα και πώς η αγάπη σου για το καθένα από αυτά τροφοδοτεί την ασχολία και με τα τρία;   

Το ένα σίγουρα τροφοδοτεί το άλλο. Είμαι αρκετά τυχερός εδώ γιατί στη σχολή δεν έχω εβδομαδιαίο πρόγραμμα, δεν έχω ένα μάθημα που πρέπει να το δώσω στους φοιτητές – το μάθημα το έφτιαξα και το προσφέρω στη σχολή ως μέρος της εμπειρίας της δικής μου, δουλεύοντας με άλλους δημιουργούς, με κύριο αντικείμενο τις διαμεσικές προσεγγίσεις. Μέσα από τη σχέση μου με τους φοιτητές βλέπω και τι σημαίνει η «κοινότητα» στη σύγχρονη μουσική και με ενδιαφέρει να υπάρχουν και να δημιουργούνται χώροι δημιουργική συνάντησης.    

Ποια είναι τα προσεχή σου σχέδια;

Για την ώρα αυτό το έργο, και λόγω κορονοϊού δεν είμαστε σε θέση για πολλά σχέδια στο μέλλον, αν και τώρα αρχίζουν να ξαναγίνονται αυτά. Θέλω να οργανώσω μια περιοδεία στην Ευρώπη με αυτό το έργο. Μετά να ξεκουραστώ λίγο και να συνεχίσω με τα μαθήματα που είναι κι ένα είδος έρευνας αυτό για μένα. Για το μέλλον θα ήθελα να πάω σε κάτι πιο μεγάλο. Και κάτι που θα είναι ίσως σε εξωτερικό χώρο. Κάτι στο οποίο θα μπαίνει και το τοπίο μέσα, σε αυτό που θα δημιουργηθεί. Και φυσικά θα ήθελα να γράψω και μουσική.    

Υπάρχει κάτι που δεν καλύψαμε για το «Ένα ένα» και θα ήθελες να συμπληρώσεις;

Να πω μονάχα ότι είναι η πρώτη φορά που δούλεψα με δραματουργό, γιατί πάντα το φοβόμουν ως συνθέτης, και πολύ χάρηκα που άρχισα να συνομιλώ και να έχω μια τέτοιου είδους συνεργασία που με βοήθησε να δω πώς αλλάζει το έργο, πώς και εγώ ο ίδιος αλλάζω.    

Περισσότερες πληροφορίες: ENA ENA – Thanasis Deligiannis & Ι/Ο – Onassis Foundation 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured