Η επαναδραστηριοποίηση της Venerate Industries έφερε χαρά σε πολλούς από εμάς που έχουμε συνδέσει στιγμές μας με δίσκους και διοργανώσεις της εταιρείας. Ένας από τους αρκετούς αυτούς λόγους ευδαιμονίας ήταν και η προοπτική ενός νέου δίσκου από τους Agnes Vein. Έχουν περάσει ήδη 8 χρόνια από το καταπληκτικό Soulship και περίπου έντεκα από το μοναδικό Duality, δύο δίσκους που όρισαν στον εγχώριο metal χώρο το πώς παίζεις doom metal χωρίς να συνδεθείς με τον stoner και heavy rock ήχο. Το Deathcall όχι μόνο επιβεβαιώνει τη μεγάλη καλλιτεχνική αξία των Agnes Vein και το πόσο υποτιμημένοι παραμένουν αλλά κυρίως θέτει ένα σκαλοπάτι πιο πάνω τον πήχη για οποιαδήποτε άλλη, σύγχρονη metal μπάντα επιθυμεί να παίξει σε slow tempo, χωρίς να καταφύγει σε ευκολίες.
Οι Agnes Vein, ως μια μικρή ομάδα μουσικών, πάντα προσπαθούσαν να γεφυρώσουν προσεγγίσεις του metal, οι οποίες τους φαίνονταν οικίες. Και αυτό, καθώς ακούω το Deathcall, λειτουργεί σαν μια τεχνική ερωτήσεων - απαντήσεων. Π.χ. πώς μπορείς να ενώσεις τους Bathory και τους Ved Buens Ende; Δηλαδή πως μπορείς να ακουστείς ταυτόχρονα επικός και στριφνός ή πολύπλοκος ή δυσαρμονικός; Επόμενο παράδειγμα: Πώς μπορείς να ενώσεις τους Cult of Luna με τους Pentagram; Δηλαδή πώς μπορείς να ενσωματώσεις σε μια σύνθεση σύγχρονα post/sludge metal στοιχεία, ενώ παράλληλα παραμένεις μονολιθικός και παραδοσιακός χεβιμεταλλάς; Πολύ δύσκολα ερωτήματα, τα οποία ελάχιστες μπάντες στο στερέωμα του heavy metal του 2021 επεξεργάζονται, αφού συνήθως αναλώνονται σε λεπτομέρειες της παραγωγής. Μια από αυτές τις περιπτώσεις που προσπάθησαν και τα κατάφεραν σε σημαντικό ποσοστό ήταν οι Pallbearer, αν και αυτοί απέφυγαν τα ακραία φωνητικά και τo black metal. Οι Agnes Vein εκεί ακριβώς θριαμβεύουν.
Και στο Deathcall παραμένουν μια ακραία metal μπάντα, με την ακρότητα να μην ορίζεται από μερικά growls αλλά κυρίως από τον απαιτητικό χαρακτήρα της μουσικής που μας προτείνουν. Έξι μεγάλες και ταυτόχρονα μεγαλόπνοες συνθέσεις, γεμισμένες με συνεχείς ενναλαγές σε ρυθμούς, απρόβλεπτο rhythm section, δύο στυλ φωνητικών (καθαρά και όχι) και κιθάρες από τα πιο σκοτεινά βάθη της κολάσεως. Η τελευταία αυτή γλαφυρότητα της περιγραφής, ελπίζω να αρκεί για να ξυπνήσω τα στερνά, οπαδικά συναισθήματα ενός κοινού που εύχομαι να διψά για την ανακάλυψη ενός από τα καλύτερα metal group που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εντός των τειχών.