Ας ξεκινήσουμε με τα τυπικά, μη μείνουν για τη συνέχεια. Το Metamodal είναι ο δεύτερος δίσκος του κουαρτέτου που έφτιαξε ο λυράρης Σωκράτης Σινόπουλος μαζί με τους Δημήτρη Τσεκούρα στο κοντραμπάσο, Yann Keerim (αλλιώς, Γιάννη Κυριμκυρίδη) στο πιάνο & Δημήτρη Εμμανουήλ στα τύμπανα. Όπως και το Eight Winds του 2015, έτσι κι αυτός ο δίσκος ηχογραφείται υπό την υψηλή εποπτεία του Manfred Eicher και κυκλοφορεί μέσω της ECM, λαμβάνοντας έτσι την παγκόσμια προσοχή που του αναλογεί.
Ονομάζοντας τώρα έναν δίσκο Metamodal, κάνεις κυρίως δύο πράγματα (στην πραγματικότητα κάνεις τρία, με το ένα να είναι η επίκληση μιας κάποιας συγχρονικότητας, όπου τίποτα δεν μπορεί να νοηθεί απλώς ως «modal», πρέπει να είναι «meta-modal». Προτείνω όμως να αφήσουμε αυτήν την πτυχή στην άκρη, γιατί θα ξεμακρύνουμε). Ένα από τα δύο πράγματα, λοιπόν, είναι η επίκληση του «modal»· και μαζί μιας μουσικής σκέψης διαφορετικής από εκείνη που αναπτύσσεται στη βάση της αρμονίας.
Ενώ στην τελευταία θα λέγαμε ότι μάλλον επικρατεί η ενότητα του μουσικού έργου (σαν αυτή να προϋπήρχε της επιτέλεσής του), στη modal η έμφαση βρίσκεται στον συγκερασμό διαφορετικών συνεκδοχών, στη συνάντηση διαφορετικών τρόπων και δρόμων, που δεν μοιράζονται απαραιτήτως το ίδιο λεξιλόγιο για την ερμηνεία των βασικών μουσικών όρων. Διόλου τυχαία, τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 η μέθοδος αυτή διαμόρφωσε (σε κάποιον βαθμό) την ανιχνευτική τζαζ όπως την ξέρουμε σήμερα, δίνοντας επίσης πάτημα και για τον διάλογό της με μουσικές που είχαν μια σχέση εξωτερικότητας ως προς αυτήν, προερχόμενες λ.χ. από την Ασία ή τη βόρεια Αφρική: έχω στο μυαλό μου τις απόπειρες του Lloyd Miller ως ένα παράδειγμα ή τις πιο πρόσφατες του Amir ElSaffar (αλλά είμαι σίγουρος ότι μπορούμε να σκεφτούμε πολλά περισσότερα).
Στο κουαρτέτο λοιπόν του Σωκράτη Σινόπουλου, πραγματοποιείται μια συνάντηση με ανάλογους όρους. Πώς να την πούμε –ένα τζαζ τρίο που συνομιλεί με μια λύρα; Κάπως έτσι… Το σημαντικό είναι ότι συμβαίνει μια συνάντηση: η λύρα καλείται να λειτουργήσει με διαφορετικούς όρους απ’ ό,τι συνήθως και το τζαζ τρίο (αν υποθέσουμε ότι πρόκειται για τέτοιο, στην προκειμένη) οφείλει να περικλείσει μέσα του ορισμένες ηχητικές τροπικότητες στις οποίες δεν είναι –ως δομή– αυτονοήτως δεκτικό. Όλο αυτό μας φέρνει στο δεύτερο παρελκόμενο της ονοματοδοσίας· στη στροφή του ενδιαφέροντος στο εσωτερικό του κουαρτέτου και στις σχέσεις που αναπτύσσει για να επιτελέσει μια τέτοια συνάντηση.
Εδώ μπορούμε να σημειώσουμε ότι, σε αυτό το πλαίσιο, οι τέσσερις μουσικοί δεν καλούνται απλώς να αποδείξουν την αξιωματική αλήθεια της ισχύος εν τη ενώσει, αλλά και το ερευνητικό ερώτημα του πώς μπορεί ένα κουαρτέτο να λειτουργήσει όχι παρά τη διαφορά, αλλά εξαιτίας της διαφοράς. Κι εδώ νομίζω ότι κρύβεται ένα σημαντικό μέρος της επιτυχίας του άλμπουμ.
Διότι η λύρα, τουλάχιστον σε αυτήν τη γωνιά της Μεσογείου, φέρει ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό φορτίο, πιο εμφανές απ' ό,τι τα τρία άλλα όργανα. Η επιτυχία λοιπόν του Σινόπουλου έγκειται στο ότι καταφέρνει να βάλει στις δοξαριές του όλο αυτό το συγκεκριμένο φορτίο –το οποίο μπορεί να μεταφέρει τον πόνο ενός ξεριζωμού (στην περίπτωση της ποντιακής λύρας) ή το δέος του ανθρώπου απέναντι στο κομμάτι της γης που τον περιβάλλει (στην περίπτωση της κρητικής λύρας)– και ταυτόχρονα να κάνει αυτές τις δοξαριές να μοιάζουν αερικές, θαρρείς αλαφρωμένες από το επίγειο βάρος. Ίσως να μη συμβαίνει σε όλο το μήκος και το πλάτος του Metamodal, για να είμαι ειλικρινής· σημασία όμως έχει ότι συμβαίνει, ότι βρίσκεσαι ως ακροατής σε μια παράξενη συνθήκη όπου η γείωση συνυπάρχει με τον μετεωρισμό.
Προφανώς, σημαντικό ρόλο στο παραπάνω παίζει το κουαρτέτο εντός του οποίου πραγματώνεται αυτή η παράξενη συνθήκη: τα πράγματα δεν θα ήταν τα ίδια, αν το πιάνο, το μπάσο και τα τύμπανα δεν δρούσαν με τον τρόπο που τα κάνουν να δρουν οι Keerim, Τσεκούρας & Εμμανουήλ. Πράγματι, η ισχύς έρχεται εν τη ενώσει· και οι τρόποι με τους οποίους οι τρεις υποδέχονται τα αισθητικά ή νοηματικά νεύματα της λύρας, καθιστούν δυνατή τη συνθήκη του μετεωρισμού που συνυπάρχει με εκείνη της γείωσης. Και εννοείται πως η διαδρομή δεν είναι μονόδρομη –ότι οι τρεις δεν λαμβάνουν μόνο τα σήματα τους ενός, αλλά στέλνουν και τα δικά τους. Σε τελική ανάλυση, όταν ένα σύνολο μουσικών ποντάρει πολλά (και δικαίως) στη μεταξύ του επικοινωνία, το ζήτημα γίνεται χωρικό, επαφίεται στο πώς ο καθένας θα κατοικήσει στον τόπο του άλλου. Και νομίζω πως οι τέσσερις μουσικοί χτίζουν θαυμάσια πάνω στη συνεννόηση που βρήκαν στο προ τετραετίας Eight Winds.
Εξ ου και προσωπικά προτιμώ τις στιγμές μέσα στο Metamodal στις οποίες η αυστηρή αρχιτεκτονική ενός συγκεκριμένου θέματος ρευστοποιείται και αφήνεται στον αυτοσχεδιασμό, ή τέλος πάντων σε πιο χαλαρές δομικές συνάψεις. Φυσικά, αναγνωρίζω ότι η επιτυχία έγκειται στον συγκερασμό των δύο, καθότι τα δεύτερα σημεία δεν θα ήταν αυτά που είναι αν δεν υπήρχαν τα πρώτα (δεν θα μιλούσαμε π.χ. για ρευστοποίηση, αλλά για σκέτη ρευστότητα).
Μέσα σε ένα τέτοιο μπαλάντζο, το Metamodal έχει αρκετές στιγμές ακροαστικής ικανοποίησης, αν και δεν καταφέρνει πάντα αυτή την πολύ δύσκολη ισορροπία μεταξύ γείωσης και μετεωρισμού. Οι δίσκοι όμως ακούγονται (ή θα πρέπει να ακούγονται) στο σύνολό τους, εκεί όπου γίνεται αντιληπτό ότι οι στιγμές εξυπηρετούν ένα ευρύτερο σύνολο στιγμών, όπου το μερικό ενυπάρχει πάντοτε μέσα στο γενικό. Και σε αυτό το επίπεδο, αν ο χρόνος και ο χώρος που του παραχωρήσετε είναι αρκετός, είμαι σίγουρος ότι το Metamodal δεν θα σας γυρίσει την πλάτη.
ακούστε ολόκληρο το άλμπουμ μέσω Spotify, πατώντας εδώ