Διαθέτοντας αυτιά ιδιαιτέρως ανοιχτά ήδη από εποχές στις οποίες κάτι τέτοιο δεν είχε μπει ακόμα στα «δεδομένα», ο Μάκης Καβούκας έδρασε κατά καιρούς σε ηλεκτρονικά, χιπ χοπ, rock, αλλά και heavy metal τοπία, υπό καλλιτεχνικά ψευδώνυμα σαν τα Eyecam, Red Rec ή Kcam ή με σχήματα σαν τους Exile Of Heaven –όσον δε αφορά τη metal διάσταση, αναζητείστε τους Blade Of Spirit από την Κοζάνη και ειδικά το "Count Dracula".
Στις Παράξενες Λιακάδες, ωστόσο, ξεδιπλώνεται μια διαφορετική δημιουργική του πτυχή, την οποία έρχεται να υποστηρίξει η Κωνσταντίνα Τεντόγλου, στην πρώτη της δισκογραφική κατάθεση ως βασική ερμηνεύτρια. Πρόκειται για τραγουδίστρια που επίσης «εδρεύει» Κοζάνη, έχοντας διαδρομή στις τοπικές έντεχνες/λαϊκές σκηνές. Και να μην το βρεις δηλαδή ψάχνοντας, θα το καταλάβεις άμεσα στους τρόπους, στους τονισμούς και στους χρωματισμούς της.
Δεν μπόρεσα να αποφασίσω αν είναι η Τεντόγλου που στέλνει τελικά τον δίσκο να καταταγεί στα έντεχνα ή αν είναι εξ αρχής το υλικό του, το οποίο απλώς κούμπωσε στη διαδρομή με τη φωνή που έψαχνε. Σε κάποιες περιπτώσεις έγειρα προς τη δεύτερη εκδοχή (π.χ. στη "Μπόρα", όπου κυριαρχεί ο τζουράς και εντοπίζεται ο στίχος «παράξενες λιακάδες» που προσφέρει τον ωραίο τίτλο), σε άλλες όμως είναι αλήθεια ότι έφερα κατά νου διαφορετικές ενορχηστρώσεις, πιο κοντά στην ηλεκτρονική τραγουδοποιία του Καβούκα, που με τη σειρά τους θα ζητούσαν και διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις: στα "Όνειρα" λ.χ., αλλά και στο "Θεριό", φαντάστηκα μια πιο γενναία electronica, με τα φωνητικά να «θολώνουν» (πιθανώς παραμορφωμένα;) σε δεύτερο πλάνο· χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει πάντως ότι δεν είναι μια χαρά τραγούδια και ως έχουν –τα "Όνειρα" ειδικά νομίζω είναι από τα καλύτερα του συνόλου.
Θα μου πείτε, κουβέντα να γίνεται: εσύ μπορείς να φαντάζεσαι τα μύρια, αλλά οι συντελεστές αυτό κατέθεσαν. Πράγματι –και είναι κάτι που ισχύει σε κάθε αποτίμηση, άσχετα με τη δημογεροντική τάση της κριτικής να «συμβουλεύει» τους καλλιτέχνες στο τι «θα έπρεπε» να κάνουν. Ωστόσο, στην περίπτωσή μας, η έντεχνη ταυτότητα που φοράνε οι Παράξενες Λιακάδες προσθέτει ένα βάρος. Τις ακουμπά δηλαδή στις απολήξεις μιας παράδοσης με ιστορική διαδρομή μεγαλύτερη της ηλικίας των συντελεστών τους, άρα και σε μια ευρύτερη συζήτηση, για έναν χώρο ο οποίος πάνε χρόνια πια που ομφαλοσκοπεί και δεν περπατά καλά. Και, ως έναν βαθμό, τις αφήνει εκτεθειμένες· γιατί κι εκείνες εκφράζουν κατά βάση αυτό το αστικό τραγούδι της ιδιώτευσης σε μοναχικά και συνήθως γλυκόπικρα ξέφωτα, το οποίο αγκομαχά να αφήσει γενναίο αποτύπωμα καθώς κυλούν οι δεκαετίες.
Από την άλλη, οι Παράξενες Λιακάδες έρχονται να παίξουν αυτό το παιχνίδι με τους δικούς τους όρους. Και το δηλώνουν ήδη από το απλό, λειτουργικό και δίχως πρόσωπα εξώφυλλο, παρά τις μικροαστοχίες του artwork (το τραγούδι λέγεται "Θεριό" όπως θέλει το οπισθόφυλλο ή "Το Θεριό", όπως αναγράφεται στο συνοδευτικό ένθετο; Αντίστοιχα, η ορθογραφία θέλει να είναι "Μικρή Την Λέγαν Άνεμο" ή "Μικρή Τη Λέγαν Άνεμο";).
Οι λέξεις, πρώτα-πρώτα, δεν χάνονται σε ψευδοποιητικά αρμενίσματα και τα νοήματα μένουν ευδιάκριτα. Ο μουσικός καμβάς, επίσης, αποτυπώνεται πλουσιότερος από ό,τι βρίσκουμε συνήθως στον χώρο, αφού τα ακούσματα είναι πιο ενημερωμένα και η σύγκλιση με την εναλλακτικώς ηλεκτρική ή/και ηλεκτρονική Δύση επιδιώκεται στις ενορχηστρώσεις, αντί να μοιάζει με βραχνά ("Τόση Δα Ζωή", "Όνειρα", "Σιθωνία", "Κρύψε Νύχτα Τη Σκιά Μου")· χωρίς μάλιστα κομπλεξισμό για το αμιγώς εγχώριο στοιχείο, αφού εδώ έχουμε –πρώτα και κύρια– έναν ελληνικό δίσκο.
Αλλά και τα όποια πρότυπα, αποτυπώνονται καλώς αφομοιωμένα: ίσως αναλογιστείς τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, μα δεν θα βρεις τίποτα το μιμητικό. Μπορεί εδώ κι εκεί να σκεφτείς την Ελευθερία Αρβανιτάκη ή τη Μελίνα Κανά σε κάποιους χρωματισμούς της φωνής, μα η Τεντόγλου παραμένει αυτόνομη, με έναν τρόπο που είναι μεν οικείος, όχι όμως και κλισέ. Αποδεικνύεται γενικά μια εκφραστική τραγουδίστρια, με άριστη άρθρωση, έστω κι αν σε κανα-δυο σημεία τη βρήκα λίγο άγουρη ως προς την ερμηνευτική της πειθώ (κυρίως στην "Ήσυχη Γιορτή", όπου βάσει των στίχων περίμενα μεγαλύτερο παλμό, καθώς και περισσότερες αποχρώσεις στις κορυφώσεις του ρεφρέν).
Κάπως έτσι, ο δίσκος έρχεται να «κάτσει» προς τη μεριά των πιο ανήσυχων πνευμάτων που επιμένουν να κορφολογούν το έντεχνο τραγούδι, ψάχνοντας να κάνουν εκ νέου επίκαιρες τις παλιές του αναζητήσεις, φέρνοντάς τις εγγύτερα σε πιο σύγχρονες ανησυχίες –τόσο μουσικές, όσο και υπαρξιακές. Οι Παράξενες Λιακάδες έχουν δηλαδή συγγένειες με τον Νίκο Χαλβατζή, με τη Μαρία Παπαγεωργίου, με τον Απόστολο Κίτσο και τους αδερφούς Μιχάλη & Παντελή Καλογεράκη. Ομολογουμένως, βαδίζουν σε ένα δύσκολο μονοπάτι, δεδομένων και των δισκογραφικών/ραδιοφωνικών καιρών στη χώρα μας. Ωστόσο, στον βαθμό που αναλογεί σε μια τέτοια απόπειρα, ο Μάκης Καβούκας και η Κωνσταντίνα Τεντόγλου δείχνουν ότι έχουν κι εκείνοι κάτι να συνεισφέρουν στις όλες ζυμώσεις.
{youtube}GM02RoQv3Y4{/youtube}