Είναι η δεύτερη φορά στην ιστορία των εγχώριων ήχων που τον ορίζοντά τους τον προχωρά η δράση ενός Ιρλανδού μουσικού. Μας κάνει βέβαια εντύπωση. Ίσως γιατί συνηθίσαμε στην ομφαλοσκόπηση σε αυτό το νεότερο στάδιο της ιστορίας μας, με αποτέλεσμα ο «ξένος» να γίνει ακόμα πιο ξένος· ακόμα πιο μακρινός.
Αφηγήματα με βάθος 20ετίας για την «ισχυρή Ελλάδα» ή τα Βαλκάνια «που δεν είναι παίξε-γέλασε», μαζί με το μεταναστευτικό ζήτημα και βέβαια την καχυποψία απέναντι στο τι οικοδομήθηκε ως Ευρωπαϊκή Ένωση, μας απομάκρυναν όχι μόνο από την αρχαία κληρονομιά περί φιλοξενίας –την οποία θυμόμαστε πια κυρίως ως πιασάρικο τουριστικό σλόγκαν– μα και από τη νεότερη εμπειρία αλλότριων πληθυσμών που, μετέχοντας της ελληνικής γλώσσας και του ντόπιου πολιτισμού, έδωσαν πολύτιμες ωθήσεις στο τοπικό γίγνεσθαι.
Ο Paul Goodman, από την άλλη, έχει διανύσει την αντίστροφη πορεία. Μαθητεύοντας κοντά στον Ross Daly, βρήκε τη δική του σύνδεση μεταξύ Ιρλανδίας και Κρήτης, παίρνοντας κατόπιν ένα πλάγιο μονοπάτι συνομιλίας του χθες με το σήμερα. Οι αναζητήσεις του εκφράστηκαν πριν 4 περίπου χρόνια με το άλμπουμ Strangely Familiar και συνεχίζονται τώρα στο Yet, απλώνοντας τα δίχτυα τους σε ένα εύρος μεγαλύτερο της Κρήτης, ώστε να αγκαλιάσουν τον κόσμο εκείνο που μπορούμε με ασφάλεια να περιγράψουμε ως «ανατολικομεσογειακό».
Η αμιγώς οργανική φύση του Yet, αλλά και ο τρόπος έκφρασης του Goodman –που εστιάζει στη βαθμιαία κλιμάκωση, αποφεύγοντας τις φαντεζί εκρήξεις και τις ρυθμικά γρήγορες εξάρσεις– λειτουργούν μόνο υπέρ του προσεκτικού ακροατή, όποιου είναι δηλαδή διατεθειμένος να δώσει στον δίσκο χρόνο και ακροάσεις. Βιαστικές καταδύσεις και απόπειρες περιφερειακής γνωριμίας, δεν θα επιτύχουν καμία επικοινωνία, αντιθέτως μάλιστα: τα πιο «γήινα» χρώματα του "Humble Mucker" θα φανούν μονότονα, ο αναστοχασμός του "Sunset" κινδυνεύει να ξεθωριάσει και εξαιρετικές στιγμές σαν το "Stitching Time" ή τα 3 τμήματα του "Orchard" θα φανούν ως απομονωμένες κορυφώσεις, αντί για κομμάτια ενός γερά αρμοδετημένου συνόλου.
Σε κάθε περίπτωση, η κρητική λύρα συνδιαλέγεται εδώ με σάζια διαφόρων ειδών (bağlama, çoğur, dede), με γκάιντα, αλλά και με ένα πλήθος παραδοσιακών κρουστών (μπεντίρ, νταραμπούκα, αθάνατος, κύμβαλα κ.ά.), φιλοτεχνώντας έναν ορίζοντα που απλώνεται από την κλασική μουσική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις μελωδικές παραδόσεις της καθ' ημάς Ανατολής –εμπεριέχοντας βέβαια την Κρήτη– για να προτείνει όμως ένα άκουσμα με σύγχρονη ταυτότητα, όπου χωράει μια χαρά ο αυτοσχεδιασμός ως οργανικό στοιχείο των αναπτύξεων, αλλά και διάσελο με επίκαιρες αναζητήσεις του Δυτικού κόσμου. Βρισκόμαστε ευτυχώς πολύ μακριά από τη σαπίλα των σύγχρονων κρητολαϊκών και τις αφόρητες ευκολίες των κρητοέντεχνων.
Το Yet, βέβαια, συστήνει μια διαδρομή την οποία ο Goodman με τους συνεργάτες του (Μανωλία Κοκολογιάννη, Αλέξης Νόνης, Θάνος Μπίκος) δεν έχουν εξαντλήσει. Ακόμα την εξερευνούν και γι' αυτό νομίζω ότι το όραμά τους δεν έρχεται ακόμα αποκρυσταλλωμένο και οριστικό –όχι τουλάχιστον με εκείνον τον τρόπο που το έκανε ο Ross Daly σε δίσκους αναφοράς σαν την Ανάδυση (1987) ή το Ελεύθερο Σημείο (1989). Είναι ωστόσο καλοί μαθητές και όχι μίμοι, πορευόμενοι με θάρρος σε νερά μερικώς μόνο χαρτογραφημένα. Έχουμε κάθε λόγο να τους ακολουθήσουμε στις περιπέτειές τους.
ακούστε το "Stitching Time", εδώ: https://paulgoodman.bandcamp.com/track/stitching-time