Οι Church Of The Sea γεννήθηκαν από τις στάχτες των Lower Cut. Όταν δηλαδή διαλύθηκε η αθηναϊκή μπάντα έπειτα από την κυκλοφορία του 2ου της άλμπουμ Ocean (2017), τρία από τα μέλη της, η Ειρήνη Αργύρη (φωνή), ο Βαγγέλης Σταυρουλάκης (κιθάρες) και ο Αλέξανδρος Δαρμής (πλήκτρα, samples), αποφάσισαν να συνεχίσουν μαζί, σε νέα μονοπάτια. Και, από τον ωκεανό της ευρύτερης εναλλακτικής άποψης περί ροκ, να γίνουν εξερευνητές μιας σαφώς πιο περιορισμένης αλλά σε κάθε περίπτωση βαθιάς και σκοτεινής θάλασσας ήχου.
Στα 4 λοιπόν τραγούδια του παρθενικού τους EP, οι 3 μουσικοί καταθέτουν μια καλλιτεχνική πρόταση η οποία δεν ξενίζει μεν όσους γνωρίζουν τις προηγούμενες περιπέτειές τους, φέρει δε σαφείς διαφοροποιητικές τάσεις. Κι αυτές οι τάσεις έχουν να κάνουν κυρίως με την ατμόσφαιρα –μια ατμόσφαιρα που οριοθετείται έξοχα από τα δύο ουσιαστικά του ονόματός τους: η ιεροτελεστία από τη μία και οι μουντές αντηχήσεις ενός βυθού από την άλλη. Ή, για να περάσουμε σε πιο συγκεκριμένες αναφορές, σαν οι Dead Can Dance και οι Cocteau Twins (κυρίως σε ό,τι αφορά τις ερμηνείες της Αργύρη) να συναντούν τους Velvet Underground και τους Earth, υπό την επίβλεψη της Chelsea Wolfe (με την οποία μοιράζονται κοινά οράματα, αλλά και τον μαστερά Chris Common), σε ένα ηχητικό κράμα που έχει ήδη μπει υπό την αυτοσχέδια ετικέτα «doomgaze».
Είναι ιδιαίτερα πειστικοί και ακριβείς οι Church Of The Sea σε αυτό που κάνουν –κάτι που δεν είναι ακριβώς δεδομένο για την αγγλόφωνη σκηνή μας, η οποία πολλές φορές αναλίσκεται στο «κάτι σαν...». Η τραγουδοποιία τους είναι πολύ καλά δουλεμένη και η ενέργειά τους ιδιαίτερα συμπυκνωμένη· με τρόπο, όμως, που να μην οδηγεί σε υπερβολικά ομογενοποιημένο αποτέλεσμα. Ενώ δηλαδή είναι το μυστήριο, η απειλή και η υποβόσκουσα ένταση που κυριαρχούν συνολικά κατά την ακρόαση, καθένα από τα τραγούδια διατηρεί τον χαρακτήρα του και η ροή του EP αποκαλύπτει σταδιακά διαφορετικές πλευρές αυτής της ατμόσφαιρας.
Πιο αναλυτικά, το “Sweet Surprise” επιδεικνύει αξιοθαύμαστη αυτοσυγκράτηση στην ύφανση της μυστηριακής ατμόσφαιρας, ώστε να μεγιστοποιήσει τα αποτελέσματα της ανοδικής του πορείας λίγο πριν το τέλος. Το “XVII” εισάγει στοιχεία ψαλμωδίας και βαριές κι ασήκωτες κιθάρες με αποτελεσματικό τρόπο, το “At The Edge Of The World” εμβαθύνει κι εγκαθιδρύει την αίσθηση παγανιστικής λιτανείας, ενώ το “Strange Weather” οδηγεί την τελετή σε ένα λυτρωτικό κλείσιμο, που παραπέμπει στην αρχή: «things end where they begin».
Παραμονεύουν, πάντως, και κάποιες αμφιβολίες για τη συνέχεια. Αμφιβολίες ως προς το αν το τρίο μπορεί να κάνει πιο απτό και συγκεκριμένο το έλλογο κομμάτι των τραγουδιών του, όπως και για το αν θα παραμείνουν υπηρέτες μιας καλά περιχαρακωμένης ταυτότητας ή θα εξελιχθούν σε ανήσυχους και τολμηρούς οραματιστές. Θα ξεκαθαρίσουν βέβαια όλα αυτά όταν θα κληθούν να απλώσουν τις αρετές που επιδεικνύουν εδώ στα πλαίσια μιας δουλειάς με μεγαλύτερη χρονική διάρκεια.
Προς το παρόν, το Anywhere But Desert αποδεικνύει ότι οι Church Of The Sea ξέρουν πολύ καλά τι επιδιώκουν και πώς να το πετύχουν. Δείχνουν επίσης αξιοθαύμαστη συνέπεια και ομοθυμία –είναι ένα πολύ καθαρό στίγμα αυτό που εκπέμπουν. Και καταφέρνουν να εισάγουν αρκετά στοιχεία της καθ’ ημάς Ανατολής στο όλο μείγμα, αποφεύγοντας έτσι, παρά τις ξεκάθαρες επιρροές τους, να ακουστούν ως ακόμα ένα σχήμα που αναμασά το παρελθόν κάποιων άλλων. Θέτουν, εν ολίγοις, αρκετά ψηλά τον πήχη και τις προσδοκίες.
Η αρχή, λένε, είναι το ήμισυ του παντός. Οι Church Of The Sea ξεκινούν με κάτι παραπάνω απ' αυτό.
{youtube}FAYkYEKHuPU{/youtube}