Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια μουσική συνάντηση που ανασύρει το αρχέγονο, μιας και το υπονοεί η δισκογραφική που φιλοξενεί την παρούσα κυκλοφορία. Ο Rob Thorne, ο οποίος παίζει πνευστά των Μαορί της Νέας Ζηλανδίας, συναντάει την πιανίστρια Τάνια Γιαννούλη, η οποία μπορεί να εφορμά από τις αφηρημένες μορφές του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, αλλά –hello!– είναι Ελληνίδα, άρα κάπως θα πρέπει να έχει ενσωματώσει το γεγονός ότι γεννήθηκε κάτω από το αιώνιο εκείνο φως του Παρθενώνα. Κάτι τέτοιο υπονοεί η σύντομη περιγραφή του δίσκου στην ιστοσελίδα της Rattle και μας αφήνει κάπου εκεί…
Ευτυχώς, όμως, ο ίδιος ο δίσκος δεν αρκείται σε τέτοιες απλουστεύσεις. Το αρχέγονο όντως παίζει και, πέρα απ’ την πλάκα, μοιάζει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα για να στηρίξεις πάνω της μια αυτοσχεδιαστική μουσική σύμπραξη, όπως η συγκεκριμένη. Διότι σε βάζει σε σκέψεις: τι θα μπορούσε να επικαλεστεί την ποιότητα του αρχέγονου;
Οι απαντήσεις που δίνονται εντός είναι πολύ πειστικές και είναι, χονδρικά, οι εξής: Κατά πρώτον, οι χροιές των οργάνων του Thorne (τα οποία ονομάζονται συλλογικά taonga puoro, δηλαδή «οι θησαυροί που τραγουδούν», και αποτελούνται από κοχύλια, μεγάλους ξύλινους σωλήνες ή σχετικά μικρά πνευστά στο μέγεθος της φλογέρας –ή του αυλού, αν προτιμάτε να μείνουμε στις αρχέγονες αναφορές)· κατά δεύτερον, το παίξιμό του, το οποίο, αντί να απασχολείται με αρμονίες και κλίμακες, περισσότερο μιμείται (ή ακούγεται σαν να μιμείται) φωνές ανθρώπων ή ζώων, τον άνεμο, τη θάλασσα ή άλλα στοιχεία της φύσης (για τον άνεμο, λ.χ., μπορείτε να απευθυνθείτε στην υπέροχη σύνθεση “Spell”)· κατά τρίτον, μια αίσθηση του απόμακρου που προσθέτει η Γιαννούλη με τα αραιά παιξίματα στο ανοιχτό της πιάνο, διότι τι άλλο είναι το αρχέγονο ή το αιώνιο παρά κάτι το απόμακρο, κάτι που δεν μπορεί ποτέ να αγγιχτεί, κάτι που μοιάζει να έρχεται από κάπου και να πηγαίνει κάπου αλλού, κάνοντας απλώς τσουλήθρα (όπως το ήθελε ο ποιητής) πάνω στη φθαρτή μας υπόσταση· και, τέλος, μια διευθέτηση από πλευράς Steve Garden, η οποία ευνοεί τους ήχους εκείνους που μπορούν να ενισχύσουν τη φαντασματική διάσταση των παραπάνω. Mια διευθέτηση, παρόλα αυτά, που είναι πολύ ενεργή για να καταχωρηθεί στον δευτερεύοντα ή δευτερογενή ρόλο του παραγωγού.
Ειρήσθω εν παρόδω, ο Garden είναι επίσης ο ιδρυτής της Rattle, η οποία ως τόπο προέλευσης δεν αναγράφει απλώς «New Zealand», αλλά «Aotearoa New Zealand», προσθέτοντας δηλαδή και το όνομα που είχαν δώσει οι Μαορί στα δύο εκείνα νησιά του Ειρηνικού, ποιος ξέρει πόσους αιώνες πριν τα «ανακαλύψουν» τα καλόπαιδα του βρετανικού στέμματος.
Όπως κάθε τι αρχέγονο, πάντως, το Rewa έχει έναν ρυθμό που μοιάζει με την ακινησία. Απλώνεται, περισσότερο απ’ ό,τι αναπτύσσεται, αφήνει τις νότες του να ηχήσουν κι έπειτα να σβήσουν αργά με όλη τους τη μεγαλοπρέπεια· να διαχυθούν τέλος πάντων στον χώρο, χωρίς να πρέπει ντε και καλά να ενταχθούν σε κάποιο «θέμα» ή σε κάποια «μελωδία» για να αποκτήσουν νόημα. Η σύμπραξη της Γιαννούλη με τον Thorne είναι θριαμβευτικά ενστικτώδης, διότι καταφέρνει να προσπεράσει το έλλογο και να ενώσει δύο διαφορετικούς κόσμους στηριζόμενη στη διαίσθηση ή την ενσυναίσθηση. Κι όταν λέμε για δύο κόσμους, δεν εννοούμε τόσο τις «δυο αρχέγονες κουλτούρες που συνομιλούν μεταξύ τους» (εξ όσων ακούω και γνωρίζω, η Γιαννούλη δεν έχει σκοπό να φέρει στην κουβέντα τους δικούς μας αρχαίους), αλλά το πώς ο αφηρημένος μοντερνισμός μπορεί να συνυπάρξει, μουσικά ή και φιλοσοφικά, με παραδόσεις που χάνονται στο βάθος των αιώνων, χωρίς να εμφανίσει τις γνωστές του κυριαρχικές τάσεις. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο έρχεται στο μυαλό μου ο Χάρης Λαμπράκης, ως ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα αναφορικά με το πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί το αρχέγονο μέσα σε ένα μοντερνιστικό περιβάλλον –στην περίπτωση του Λαμπράκη, σ΄εκείνο του τζαζ κουαρτέτου.
Εδώ, βεβαίως, δεν έχουμε να κάνουμε με μια τόσο σαφή αναφορά από πλευράς Γιαννούλη, καθώς η ίδια δεν φαίνεται να βρίσκει μεγάλη χρησιμότητα στο να μένει πιστή σε κάτι τόσο συγκεκριμένο. Αφήνεται στις βαθιές ανάσες του Thorne, τις παρακολουθεί διακριτικά, πιο ενεργά ή και τις διακόπτει, κάνοντας λ.χ. ένα απότομο (σχεδόν νευρικό) πέρασμα από τις χορδές του ανοιχτού πιάνου για να έρθει σε προφανή αντίθεση με την πολύ κοσμική αρμονία (ή και αγωνία) του Thorne. Παίρνει πάντως αρκετές φορές τη σκυτάλη, ασκούμενη λ.χ. σε μία εύθραυστη μελωδικότητα, για την οποία τα πνευστά του Thorne γίνονται κάτι σαν σκιά, δηλαδή σαν κάτι που είναι εκεί, αλλά ταυτόχρονα απουσιάζει.
Η συνεργασία κλείνει με το 15λεπτο “Te Tangi A Mutu”, στα τελευταία λεπτά του οποίου αυτή η εύθραυστη μελωδικότητα της Γιαννούλη βρίσκει μάλλον την καλύτερη εφαρμογή της, με τον Thorne να συμπαρίσταται με γοερά φυσήματα, τα οποία προσθέτουν πλάι της μια εξόχως φαντασματική παρουσία/απουσία. Είναι ένα σχεδόν συγκλονιστικό κλείσιμο, για έναν δίσκο που μέχρι τότε έχει ήδη δώσει αρκετές συγκινήσεις και αρκετό χώρο για στοχασμό ή αναστοχασμό.
{youtube}Akb1k125XHQ{/youtube}