Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Δηλαδή από τη σημαντική (ίσως και θαρραλέα, αν σκεφτούμε την αναλογία κόστους/προσδοκώμενων εσόδων) πρωτοβουλία του Χρήστου Αλεξόπουλου της Puzzlemusik να κυκλοφορήσει μια πολύ ενδιαφέρουσα σύμπραξη μεταξύ 5 φημισμένων αυτοσχεδιαστών: του Phil Wachsmann, του Paul Lytton, του Sten Sandell, του Φλώρου Φλωρίδη και του Nate Wooley –όπως εύκολα μπορείτε να διαπιστώσετε, το δυσανάγνωστο όνομα στη μαρκίζα συνίσταται από τα αρχικά των επιθέτων των μουσικών. Η σύμπραξη συνέβη στη σκηνή του φεστιβάλ Ulrichsberger Kaleidophon της Αυστρίας τον Μάη του 2016 και κυκλοφορεί εδώ «σε παγκόσμια πρώτη».
Είναι βέβαια σημαντική η πρωτοβουλία και για τα δεδομένα του μικρού μας χωριού, όπου οι κυκλοφορίες ελεύθερου αυτοσχεδιασμού δεν είναι συχνό φαινόμενο. Ιδίως μάλιστα όταν μια τέτοια φέρνει στη συζήτηση τον κλαρινετίστα Φλώρο Φλωρίδη. Τον άνθρωπο δηλαδή που (μαζί με τον Σάκη Παπαδημητρίου) εγκαινίασε αυτήν την κατηγορία εκδόσεων στα ελληνικά δρώμενα με τον δίσκο Αυτοσχεδιάζοντας Στου Μπαράκου, πίσω στο μακρινό 1979 και έχει συμβάλλει όσο λίγοι στη διάδοση της αυτοσχεδιαστικής (ή «μοντέρνας», όπως ίσως θα προτιμούσε ο ίδιος) τζαζ, τρέχοντας λ.χ. ένα πολύ πρωτοποριακό για τα τότε δεδομένα φεστιβάλ, το Φεστιβάλ Τζαζ και Αυτοσχεδιαστικής Μουσικής στη Θεσσαλονίκη των μέσων της δεκαετίας του 1980. Σε μια εποχή στην οποία θεωρείτο (και μάλλον ήταν) «underground» η μουσική που έπαιζαν οι Τρύπες –στο ομώνυμο ντεμπούτο των οποίων, παρεμπιπτόντως, ο Φλωρίδης συνέπραξε με το σαξόφωνό του.
Ο Φλωρίδης, φυσικά, έχει διανύσει από τότε έναν μακρύ δρόμο, με πολλές διακλαδώσεις και με συνεργασίες τόσο εντός του χώρου της τζαζ, όσο και εκτός (να θυμηθούμε π.χ. τη Μπάντα Της Φλώρινας ή τους Χειμερινούς Κολυμβητές), ενώ είναι από χρόνια πια κάτοικος Βερολίνου. Έχει επίσης συνεργαστεί με τους Wachsmann (βιολί) & Lytton (κρουστά/ηλεκτρονικά) ήδη από τη δεκαετία του 1980, σχετικά πρόσφατα μάλιστα είχαν εμφανιστεί ως τρίο στα μέρη μας, στο 4ο Πανόραμα Ελληνικής Τζαζ της Στέγης, στα τέλη του 2014. Wachsmann & Lytton, τώρα, είναι της ίδιας περίπου γενιάς με τον Φλωρίδη (φαντάζομαι, κάπου κοντά στα 70)· και από τις πολλές τους δουλειές, αξίζει ίσως να ξεχωρίσουμε τη συμμετοχή τους στον δίσκο Towards Τhe Margins του μεγάλου Evan Parker (1997).
Κοντά σε αυτούς, συμπράττουν ο λίγο νεότερος Sten Sandell (πιάνο), γνωστός στην αυτοσχεδιαστική και ηλεκτρακουστική σκηνή της Σκανδιναβίας και συνεργάτης μουσικών όπως οι Fire! Orcestra ή ο Paal Nilssen-Love, και ο αρκετά νεώτερος Nate Wooley (τρομπέτα), κι αυτός με πολλά δικά του πρότζεκτ, άπειρες συνεργασίες (με Ken Vandermark, Elliott Sharp, Paul Lytton και πολλούς άλλους) και δισκογραφία σε μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα label της προοδευτικής τζαζ.
Θα μου πείτε, ωραία όλα αυτά, αλλά δεν παίζει η ιστορία τη μουσική. Και σίγουρα όχι στον αυτοσχεδιασμό, όπου όλα εξαρτώνται από τη στιγμή και τίποτα –ούτε η πιο λαμπρή από τις ιστορίες– δεν μπορεί να προκρίνει ότι αυτή η στιγμή θα είναι πετυχημένη. Θα σας απαντούσα ότι έχετε δίκιο, τη μουσική τη γράφουν όντως οι άνθρωποι και οι στιγμές τους (όπως, ας πούμε, τις ιστορίες οι παρέες)· ιδίως στον αυτοσχεδιασμό, ο οποίος συχνά διεκδικεί μια κάποια ισοτιμία με την έννοια της ελευθερίας (ελευθερία π.χ. από τις προϋποθέσεις, τις προδιαγραφές ή τους ετεροκαθορισμούς). Πλην όμως, η ελευθερία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ιστορία (αλλιώς, απέναντι σε τι να εξεγερθεί κανείς;), κι αυτό παρότι η πραγματική ελευθερία μπορεί να υπάρχει μόνο χωρίς ιστορία (όπως μας έδειξε λ.χ. ο Ιάπωνας σκηνοθέτης Hiroshi Teshigahara στο αριστουργηματικό φιλμ The Face of Another του 1966). Μύλος η υπόθεση…
Φαίνεται, επομένως, ότι η ελευθερία δεν είναι κάτι πραγματικό, κάτι χειροπιαστό, πόσο μάλλον κάτι που μπορεί κάποιος να κατακτήσει, αφού κανείς (σε τελική ανάλυση) δεν μπορεί να είναι ελεύθερος από τον εαυτό του και φυσικά κανείς δεν μπορεί να υπάρξει «εκτός ιστορίας». Η ελευθερία είναι ένας ου-τόπος: κάτι προς το οποίο μπορείς μόνο να πηγαίνεις, χωρίς ποτέ να το φτάσεις· μια επίγνωση που, παραδόξως, ενέχει κάτι το πραγματικά απελευθερωτικό.
Στη μουσική, κάτι τέτοιο μετατοπίζει το ενδιαφέρον της «στιγμής» (διότι, όντως, στον αυτοσχεδιασμό όλα συμβαίνουν στη στιγμή) από την απόλυτη τυχαιότητα σε ένα σημείο όπου συγκλίνουν μία ή περισσότερες τροχιές, διακριτές μεταξύ τους και με τη δική της πορεία η καθεμία (άρα και με το δικό της βάρος), παρότι παραμένουν εν πολλοίς ανοιχτές στο απρόοπτο. Είναι, αν προτιμάτε, η εκδίκηση της κυριολεξίας της ρηματικής περίφρασης «παίζω μουσική»· κάτι που με τη σειρά του δεν σημαίνει πως παίζω ό,τι και όποτε μου καπνίσει, αλλά γίνομαι πρωταρχικά ακροατής, ακολουθώ στενά τα βήματα των συντρόφων μου, αφήνω χώρους και παίρνω χώρους και, εν τέλει, προσθέτω στα βήματά τους τα δικά μου, αφήνω το νήμα της δικής μου ιστορίας μέσα σ’ αυτόν τον ιστό νημάτων και νοημάτων που ονομάζεται «αυτοσχεδιαστική πράξη» (μουσική ή άλλη). Στις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις όπου η αυτοσχεδιαστική πράξη μπορεί να παράγει μια κάποια μαγεία, το σημείο σύγκλισης γίνεται ταυτόχρονα και σημείο της έκρηξης, της διάχυσης ή της εξόδου προς τόσες και τόσες δυνατότητες, που είναι πραγματικά αδιανόητο να φανταστεί κανείς εκ προοιμίου.
Για να είμαι απολύτως ειλικρινής, δεν νομίζω πως το Featuring μπορεί να επικαλεστεί αυτή τη σπανιότητα. Κάτι που δεν σημαίνει ότι τα παραπάνω δεν ισχύουν –σε όλα τα πράγματα, άλλωστε, υπάρχουν διαβαθμίσεις. Όντως, το Featuring καταγράφει 5 ικανούς αυτοσχεδιαστές που μπορούν να περάσουν μέσα από τα παιξίματά τους όλες εκείνες τις ιστορίες που τους ακολουθούν, τα διακριτά στίγματά τους στον μουσικό χάρτη, τα νήματα που έπιασαν από κάπου και τα νήματα που προεκτείνουν προς κάπου, όπως επίσης και την ικανότητά τους να αντιδρούν στο απρόοπτο, το οποίο πάντοτε είναι εγγενές σε οτιδήποτε στιγμιαίο. Πρόκειται για έναν δίσκο που περιέχει αυτή τη δυναμική της εξερεύνησης, η οποία συνήθως έρχεται με την κυριολεξία του «παίζω μουσική»· με τη σχετικοποίηση, δηλαδή, των προηγουμένως ακλόνητων βεβαιοτήτων μας.
Εν ολίγοις, ό,τι σε μια πρώτη φάση μοιάζει ίσως κάπως άναρχο, χωρίς ειρμό ή εστίαση –χωρίς αρχή, χωρίς μέση και χωρίς τέλος– μπορεί, μέσα στις 3 συνθέσεις και στα 41 λεπτά της συνολικής διάρκειας του δίσκου (από τα οποία τα 29 τα καλύπτει μόνον το εναρκτήριο "The Half Has Never Been Told") να δώσει αρκετή τροφή για τα αυτιά του επίμονου ακροατή. Εκείνου ίσως που μπορεί να σκεφτεί τη μουσική περίπου ως άσκηση αρχιτεκτονικής, στην οποία ασχολείσαι με τον χώρο, προσέχοντας πάντα τη στατική ισορροπία μεταξύ σχέσεων που προσδοκούν να μένουν διαρκώς ασταθείς και απείθαρχες απέναντι σε οτιδήποτε μπορεί να προκαλέσει μια πάγια και μοναδιαία συνθήκη ισορροπίας.
{youtube}rwjwF2_P4YI{/youtube}