Κάντε έναν κόπο και ψάξτε τις σημειώσεις του άλμπουμ των Last Drive Underworld Shakedown, πίσω στο σωτήριο έτος 1986. Εκεί, ανάμεσα σε αμερικάνικης προέλευσης Μαρίες Θηρεσίες και Βαλκυρίες, θα βρείτε και την περίφημη ρήση του James Cagney «Made it, Ma! Top of the world!» από την  ταινία του Raoul Walsh White Heat (1949), την οποία εκστομίζει ο σκληροτράχηλος Arthur "Cody" Jarrett καθώς τον κυνηγούν αστυνομικοί, λίγο πριν ανατιναχτεί με δική του ενέργεια, μαζί με μια θηριώδη δεξαμενή καυσίμων.

Η ηρωική έξοδος, χαρακτηριστικό γνώρισμα του rock 'n' roll στα 1980s, αποτέλεσε και για τους Last Drive έναν ωραίο μύθο (όχι μύθευμα, προσοχή), μέσω του οποίου προσεδάφισαν μια αμερικάνικη εκδοχή των Αμπελοκήπων (ή Αμπελογκάρντεν για όλους εμάς τους αυτόχθονες των πέριξ της Λεωφόρου Αλεξάνδρας). Το ίδιο εξάλλου το όνομά τους φέρει την αϊνσταϊνική νομοτυπία δύο βασικών χαρακτηριστικών της ανθρώπινης ύπαρξης: του χρόνου και της ενέργειας. Ακόμα λοιπόν και αν επρόκειτο για την τελευταία κούρσα, το σίγουρο είναι ότι ο rocker της δεκαετίας του 1980 που συναποτελούσε το κουαρτέτο των Drive (σε οποιαδήποτε θέση και όργανο) είχε την απαρασάλευτη λογική ότι η απόφαση άνηκε σε εκείνον.

Κάνοντας τώρα ένα άλμα στον χρόνο και φτάνοντας στο 2018, συναντάμε το ήδη συζητημένο "Yiagos" καθώς διατρέχουμε τους τίτλους του καινούργιου δίσκου των Last Drive. Το κομμάτι αναφέρεται σε έναν εγχώριο παίκτη της παραδοσιακής μουσικής και αποτελεί μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες σημειολογικά στιγμές στην ιστορία της μπάντας: αντικειμενικά, είναι η πρώτη φορά που μπαίνει σε τραγούδι των Drive η Ελλάδα ως έννοια πολιτισμική. Με αυτόν τον τρόπο, δηλώνουν απερίφραστα (πια) ότι εντοπίζονται τοπικά στα εδώ καλντερίμια.

Δεν πρόκειται για ζαβό πατριωτισμό, αλλά για μία magna charta που έχει ως βασικό μέλημά της να διατρανώσει έναν πολλάκις αμφισβητούμενο κανόνα: αυτόν που θέλει τον εκάστοτε εκφραστή να μεταδίδει την πνοή του τόπου του, ακόμα κι αν οι ηχητικές συχνότητες τις οποίες διαλαλεί έχουν προέλθει από διαμετρικά αντίθετες περιοχές, με διαφορετικές κοινωνικές συγκρούσεις και επιλογές. Άλλωστε, ακόμα και αν δεν ομιλείς στο μικρόφωνο τη ντοπιολαλιά σου, αν δεν αφήσεις την εντοπιότητα κάπου να σε ποτίσει, θα είσαι απλά ένα ακόμα πιθήκι του Καντέρμπουρι ή του Μίσιγκαν. Και ίσως να δικαιολογείται κάτι τέτοιο μέχρι τα 30 και κάτι, για έναν rocker όμως που έχει περάσει τα 50 και έχει ζυμωθεί με τις κλαγγές της δικής του καθημερινότητας (ως εργαζόμενος, ως πατέρας, ως σισύφειος πολίτης), δεν μπορεί να υπάρχει ως συνθήκη δημιουργίας.

Και γι' αυτό ακριβώς είναι καλός δίσκος ο καινούριος των Last Drive. Διότι σκάει μέσα από μια ηχητική ομίχλη ζαλωμένη περιττωματολογίες, διφορούμενης κατεύθυνσης ντόπιες κυκλοφορίες και εργαστηριακά πειράματα ναογραφίας (λονδρέζικης, νεοϋορκέζικης ή και σουηδικής) για να παίξει τη δική του ζαριά –σταράτα και αντρίκια. Και μόνο τυχαίο δεν είναι που ως τίτλος τίθεται απλά το όνομα του γκρουπ. Κάποιοι ίσως το ερμηνεύσουν βέβαια ως «μαλάκα, πάνε για τον τελευταίο δίσκο», άλλοι θα πουν «ώπα! Και καλά το magnus opus τους;», καλό θα ήταν πάντως να παρατεθεί εδώ η αμερικανική σημειολογία περί δισκογραφικής πορείας, η οποία θέλει να τιτλοφορείται ένα άλμπουμ από το όνομα του καλλιτέχνη όταν εκείνος θέλει να δράσει απερίσπαστα από ερμηνείες. Αυτός είμαι/είμαστε. Σήμερα.

Θα ήταν άλλωστε πραγματική αδικία αν είχαμε σταματήσει να μετράμε τους δίσκους των Last Drive στο Heavy Liquid του 2009. Κι αυτό γιατί επρόκειτο για μια κυκλοφορία επανασύνδεσης, αποτελούμενη από το άθροισμα των σχολών που έχουν επηρεάσει κάθε έναν από τους βασικούς πυλώνες του σχήματος· την ίδια στιγμή, ήταν και το πηλίκο των προσπαθειών τους να δώσουν εκ νέου ζωή στο Γκόλεμ. Ο εν λόγω μυθικός υπερασπιστής καλείτο από τους Εβραίους της κεντρικής Ευρώπης κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, κάθε που η φυλή γνώριζε τον κατατρεγμό. Και σε παλιότερες εγχώριες στιγμές, οι Last Drive ήταν ο δικός μας Γκόλεμ: ο άσσος δηλαδή που κρατάγαμε στο μανίκι όταν τυχάρπαστα τσουτσέκια τολμούσαν να πουν ότι «δεν γίνεται rock 'n' roll στην Ελλάδα».

Ένας ακόμα λόγος που το Heavy Liquid δεν μπόρεσε να αρθρώσει σαφή λόγο ήταν και ο παγκόσμιος μουσικός χάρτης, ο οποίος ήθελε πλέον υπερσυμπιεσμένες λογικές στο στούντιο, τούβλινα mastering και εμμονικές χαζοτσιριμόνιες, με τους λαμπάτους ενισχυτές να γίνονται παράγοντας γνησιότητας για το rock 'n' roll, βάζοντας έτσι τον καλλιτέχνη σε μια ροντενική θέση. Τώρα, όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει και η αναζήτηση για αυθεντική κατάθεση ήρθε και πάλι στα ζητούμενα. Και αν δεν έχουμε αυτό ακριβώς στον βρόγχο του "Snakecharmer", στο "White Knuclkes" με το χαρακτηριστικό μπάσο να πιέζει το «καρμπυρατέρ» στο έπακρο –οφείλει περισσότερα στους Mountain από ότι και ο ίδιος ο Felix Pappalardi– και στην οιμωγή του Γιώργου Καρανικόλα στο "Always The Sun", τότε δεν ξέρω πια τι στο καλό περιγράφουμε με τη λέξη «αυθεντικότητα». Ειδικά ως προς το "Always The Sun", αν αφαιρέσω τον Alex Harvey από τον χάρτη, μπορώ μόνο στη Βίκυ Μοσχολιού του "Άνθρωποι Μονάχοι" και στον Πάνο Γαβαλά του "Δεν Είχε Χρώμα Η Αυγή" να βρω κατάλληλες προσομοιώσεις.

Θα εντοπίσετε πάντως και μερικές αδύναμες γέφυρες στο The Last Drive (π.χ. το "The Wave"), καθώς και μερικά φλύαρα μέχρι να εκτονωθεί η ένταση της μπάντας σημεία· από την άλλη, και μόνο η εισαγωγή –που τελικά είναι ένα μαροκάνικο παραισθητικό ηχοτοπίο– πιστοποιεί ότι, αφότου πέρασαν μέσα από μία εγωτική Blood Nirvana (1990), οι Last Drive έπιασαν ξανά το νήμα της εξίσωσης από το ακόρεστα σκοτεινό F*head Entropy (1992), κουρεύοντας τις τούφες από πολλά ενδιάμεσα στάδια ηχογραφήσεών τους. Τώρα, μάλιστα, η ενδοσκόπηση γίνεται ακόμα πιο έντονη. Και γι' αυτό κρίνεται ως απόλυτα επιτυχημένη.

{youtube}AITUQkcLbdY{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured