Κινηματογραφική ατμόσφαιρα και ακραίο metal είναι δύο έννοιες που μπορεί να μην τέμνονται σε πολλά σημεία, αλλά ιδιαιτέρως εντός του black metal οι αναπάντεχες συναντήσεις τους μπορούν να εκπέμψουν μια αύρα μεγαλειώδη. Αυτό δεν είναι τόσο παράδοξο αν λάβει κανείς υπόψη την κυκλική και επαναληπτική φύση του black metal και τον τρόπο με τον οποίον λειτουργεί ένα κινηματογραφικό soundtrack. Τρανό παράδειγμα οι Summoning, αλλά και οι πιο σχετικοί με τη συγκεκριμένη κριτική Alcest.
Στην περίπτωση των τελευταίων μπορεί κανείς να πει πως η soundtrack φύση διοχετεύεται μέσω της post-rock οδού, κάτι που ισχύει και για το 2ο άλμπουμ του εγχώριου one-man project Once Upon A Winter. Όπως στους Γάλλους, έτσι κι εδώ η μαυρομεταλλική ταμπέλα είναι θέμα που χωράει συζήτησης. Κατά τη γνώμη μου απαιτείται λίγο τράβηγμα για να ενσωματωθούν στο black metal σώμα· ο σχετικά άχαρος όρος «blackgaze» είναι μάλλον ο ιδανικός για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Και αυτό ισχύει όχι μόνο μουσικά, αλλά και αισθητικά, αφού το εξαιρετικό εξώφυλλο, το logo και ο τίτλος του δίσκου παραπέμπουν σε πιο post-rock ή και progressive μονοπάτια.
Το .existence είναι βουτηγμένο στη μελωδία. Μελωδίες μακρόσυρτες (δικαιολογώντας έτσι τη σιδηροδρομική τους γενεαλογία), πλήρεις συναισθημάτων (νοσταλγικών και ονειρικών, με μελαγχολικές προεκτάσεις), οι οποίες συνθετικά αποδίδονται με riffs που παραδόξως σε κάποια γυρίσματα εσωκλείουν κάτι από μουσική ελληνικού 1970s κινηματογράφου. Για του λόγου το αληθές παραπέμπω στις κορυφώσεις του “In Τhe Chronicles Of Mediocre Egos” όπου μου ήρθε στον νου μια ιδεατή, κελαρυστή πορεία μπουζουκιών, εναρμονισμένη με το ατμοσφαιρικό κλίμα του δίσκου.
Σχεδόν το ίδιο μερίδιο με τις κιθάρες διεκδικούν και τα πανταχού παρόντα πλήκτρα που, άλλοτε με ambient σκιάσεις και άλλοτε με πιανιστικά riffs, συμβάλλουν καταλυτικά στη δημιουργία του πλουραλιστικού ηχοτοπίου. Η κυριαρχία των δύο αυτών οργάνων φέρνει στο μυαλό δεκαετία του 1990 και ειδικά τους Empyrium, στους οποίους πιθανώς χρωστάει διακριτικές πινελιές το .existence. Το άλλο όνομα που έρχεται διαισθητικά κατά νου είναι οι Mono· άλλωστε ο λυρισμός που μπορεί εν δυνάμει να φέρει το post-rock βρήκε σε εκείνους την ύψιστη ίσως έκφραση. Η όλη συνθετική δομή με τις παλμικού τύπου μακρόσυρτες κορυφώσεις και κοιλάδες πατάει γερά στο post-rock έδαφος και εντείνει την (ενδοσκοπική στιχουργικά) συναισθηματικότητα.
Ο δίσκος είναι κατά βάση instrumental, περιέχοντας λακωνικότατα φωνητικά (μίξη γρυλλισμάτων και απαγγελιών) μονάχα στα 2 τελευταία κομμάτια. Φωνητικά τα οποία δεν λείπουν ιδιαίτερα, μιας και η οργανική μουσική είναι εδώ αρκετά πλουμιστή και ουσιώδης ώστε να εκφράζεται με άνεση, με τη διάρκεια να είναι σωστά χαλιναγωγημένη γύρω στα 40 λεπτά.
Εδώ έχουμε λοιπόν μια πολύ αξιόλογη προσπάθεια με επαγγελματικό αέρα, η οποία καταφέρει να χωρέσει σε ένα καζάνι τα ατμοσφαιρικά 1990s και τα ιμπρεσιονιστικά αραβουργήματα του καλού post-rock, καταλήγοντας σε μια εικαστικότατη μουσική. Ηχητική αγγειοπλαστική, με υπνωτική διάθεση.
{youtube}zzc9oQ4QyiU{/youtube}