Όταν εμφανίστηκαν οι Monsieur Doumani με το Grippy Grappa το 2013, ήταν μία ακόμα ευχάριστη έκπληξη από Κύπρο μεριά που έδειχνε να ξεπηδά από το μικροσύμπαν των Τρίο Τεκκέ –όπου μετείχε ο πρωτεργάτης τους Αντώνης Αντωνίου. Τρίο κι εκείνοι (ο Άγγελος Ιωνάς στην κιθάρα και ο Δημήτρης Γιασεμίδης στα πνευστά πλαισίωναν τη φωνή και τον τζουρά του Αντωνίου), αποδείχθηκαν καλά περπατημένοι στην παράδοση της πατρίδας τους, γι' αυτό και ικανοί για ευφυώς μοντέρνες διασκευές σε άσματα σαν την "Τυλληρκώτισσα".
H έκπληξη έγινε ακόμα μεγαλύτερη στο Sikoses του 2015, όταν πλέον το κέντρο βάρους μεταφέρθηκε επιτυχώς σε δικές τους συνθέσεις: εδώ, δηλαδή, οι Monsieur Doumani έδειξαν ότι μπορούμε να τους μετράμε στις επίκαιρες δυνάμεις ανανέωσης, λόγω της ενσωμάτωσης του παραδεδομένου σε μια τραγουδοποιία με σύγχρονες απολήξεις (μουσικές μα και στιχουργικές), η οποία αναζητά το αληθώς παγκοσμιοποιημένο, τραβώντας κόκκινες γραμμές όχι μόνο απέναντι στα φτηνά έθνικ ανακατώματα της world βιομηχανίας, αλλά και κόντρα στις Δυτικολιγούρικες λογικές που αντιλαμβάνονται το σπάσιμο των όποιων συνόρων με όρους πολιτισμικής αποικιοκρατίας.
Το Αγκάθθιν έρχεται να συνεχίσει ό,τι ξεκίνησε το Sikoses και εδώ εντοπίζεται ένας πρώτος σκόπελος προβληματισμού, που δεν είμαι σίγουρος ότι υπερκεράστηκε δίχως αβαρίες. Δεν έχει να κάνει τόσο με το στοιχείο της έκπληξης, το οποίο τώρα λείπει στις περισσότερες περιπτώσεις (δεν γίνεται άλλωστε να εκπλήσσεσαι διαρκώς), όσο με το γεγονός ότι η μπάντα δείχνει να κάθεται λίγο στ' αυγά της, ποντάροντας περισσότερα στις ενορχηστρώσεις και στην παρουσία διαφόρων καλεσμένων, παρά στις συνθέσεις της. Υπάρχουν βέβαια αρκετά καλά τραγούδια στο Αγκάθθιν ώστε να μην δημιουργείται πρόβλημα στις τελικές ισορροπίες, κάπου ωστόσο μένεις με την εντύπωση ότι, ως σύνολο, το Sikoses ήταν μια πιο γερή δουλειά, ικανή να αφήσει δυνατότερες εντυπώσεις.
Οι Monsieur Doumani έχουν πάντως κάμποσα βέλη στη φαρέτρα τους και όλα βρίσκουν τον στόχο τους. Διατηρούν τη δικαιολογημένη τους πίστη στη χρήση της πλούσιας κυπριώτικης ντοπιολαλιάς (η οποία πετυχαίνει μια ακαταμάχητη αμεσότητα, έστω κι αν αρκετές φορές στέλνει εμάς τους εκτός νήσου στην αγγλική μετάφραση των στίχων για να βγάλουμε άκρη), γράφουν για συχνά ακανθώδη πολιτικο-κοινωνικά ζητήματα ("Οι Δράτζοι Τ' Ακάμα", "Κολοκούθκια", "Μεθύσιν Τζαι Φιλίν") δίχως να απεμπολούν το μπρίο και το χιούμορ τους (τη στιγμή που άλλοι χάνονται στο μελό και στο μεγαλόσχημο, σε ανάλογες περιπτώσεις) και παραμένουν άξιοι και δουλευταράδες μουσικοί. Οι ενορχηστρώσεις τους στο Αγκάθθιν είναι οι καλύτερες που έχουν καταθέσει μέχρι σήμερα στο απαιτητικό τερραίν-σταυροδρόμι όπου δημιουργούν, γεμάτες έξυπνες ιδέες και λεπτοβαλμένες πινελιές (ιδίως στα πνευστά), που συχνά τέρπουν το αυτί σου ακόμα και σε τραγούδια τα οποία κατά τα λοιπά δεν κεντρίζουν. Νομίζω ότι εδώ ακούμε τη μπάντα στα πιο δεμένα της, με τη μεγαλύτερη μέχρι στιγμής αυτοπεποίθηση στον ιδιαίτερο ήχο της.
Η τελευταία πάντως παρατήρηση είναι κι αυτή που ανοίγει ξανά την πόρτα στο «αλλά...» της υπόθεσης. Στο Αγκάθθιν παρελαύνουν δηλαδή διάφοροι καλεσμένοι, αν εξαιρέσουμε όμως τον βιμπραφονίστα Αλέξανδρο Γαγάτση που κοσμεί με τη στάμνα του τα "Καμώματα" και τον Μιχάλη Τερλικκά (σημαίνον όνομα στην αμιγώς παραδοσιακή μουσική της Κύπρου), ο οποίος δείχνει σαν στο σπίτι του στο "Πού Να Την Φατσήσω;" (και προσφέρει στο τραγούδι), με τους υπόλοιπους η συνύπαρξη δεν βγάζει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα –δημιουργώντας έτσι μια χτυπητή αντίθεση με την προαναφερθείσα αυτοπεποίθηση των Monsieur Doumani.
Τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, ας πούμε, δεν τον αντιλαμβάνεσαι στο "Γκελ Μπουρντά", αν δεν διαβάσεις το όνομά του στα credits· ο ράπερ Julio στο "Ακάθθιν Του Κάκτου" βάζει το γκρουπ σε χιπ χοπ ατραπούς για τις οποίες δεν ήταν έτοιμο· και το "Αστερούιν" μοιάζει βγαλμένο από εκείνες τις ανησυχίες του Αλκίνοου Ιωαννίδη που τον οδηγούν στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής, παρά με κάτι που ταίριαζε να βρίσκεται σε δίσκο των Monsieur Doumani. Καλώς ίσως το σχήμα μετράει τις δυνάμεις του απέναντι στη λόγια παρακαταθήκη και στη δυναμική του χιπ χοπ, αν όμως τα δύο τελευταία κομμάτια ήταν ανιχνεύσεις για πιθανώς μελλοντικές κινήσεις, το μόνο που απέδειξαν είναι ότι χρειάζεται μια διαφορετική συλλογιστική προσέγγισης/σύγκλισης. Κάτι ίσως πιο σύμφυτο με το γαϊδουράγκαθο του εξωφύλλου, που θα ανακατέψει λίγο την τράπουλα.
Παρά τις ενστάσεις αυτές, το Αγκάθθιν ανανεώνει την εμπιστοσύνη μας στους Monsieur Doumani ως γκρουπ ικανό να γράφει σύγχρονα κυπριακά τραγούδια, τα οποία μπορούν να βρουν και διεθνές ενδιαφέρον μέσω του world κυκλώματος που έχουν εκμεταλλευτεί σε πρόσφατα χρόνια και καλλιτέχνες σαν τον Γιώργο Ξυλούρη (στις συνεργασίες του με τον Jim White) ή την Κρίστη Στασινοπούλου. Και μόνο που ακούσαμε τραγούδια σαν το "Έ, Άδρωπε", μια εξαιρετική μελοποίηση σε ποίημα του Κυριάκου Καρνέρα –στην οποία ενσωματώνεται χορωδιακά το «Δεν έχω σπίτι, ούτε γειτονιά» από το "Μάνα Μου Ελλάς", πριν σβήσει σε ένα θλιμμένο πνευστό με χρώματα Goran Bregović– είμαστε κερδισμένοι.
{youtube}sE36lsvAzXY{/youtube}