Λέμε «παίζω μουσική», αλλά συνήθως είναι το ουσιαστικό εκείνο που μας ενδιαφέρει, όχι το ρήμα. Συχνά μάλιστα του αποδίδουμε μια βαρύτητα αντίστοιχη μ’ εκείνη που του φόρτωσαν τα κονσερβατόρια και τα μέγαρα της νεωτερικότητας ή οι διάφοροι σταθμοί παραγωγής και αναπαραγωγής της μαζικής της κουλτούρας. Το βλέπουμε σαν να είναι αυθύπαρκτο, ένα αντικείμενο αποκομμένο από το ρήμα που το παρήγαγε· σαν να μην έχει σημασία το πώς παρήχθη, αλλά απλώς το ότι παρήχθη (και, συνεπώς, το ότι μπορεί να αναπαραχθεί και να καταναλωθεί).

Η αυτοσχεδιαστική πράξη έρχεται μάλλον να αμφισβητήσει αυτήν τη σχέση. Δίνοντας προβάδισμα σε ό,τι παράγεται άπαξ και επί τόπου, έρχεται να μας θυμίσει ότι η μουσική είναι πρωταρχικά μια εμπειρία των ενστίκτων, προτού μετατραπεί σε μια εμπειρία της νόησης και σε μια κατηγορία γνώσης. Κι αν έτσι χάνει πιθανώς από τη σκοπιά της το υψηλό εκείνο αντικείμενο της τέχνης, έχει να κερδίσει έναν κόσμο ολόκληρο. Διότι η μουσική αποδεσμεύεται από τους ετεροπροσδιορισμούς που κρίνουν κάτι ως σωστό ή ως λάθος και μπαίνει και πάλι στη σφαίρα του γίγνεσθαι, δηλαδή σε εκείνο που βρίσκεται υπό διαμόρφωση ή που αρνείται τη διαμόρφωση. Και αποκτά τα χαρακτηριστικά ενός παιχνιδιού –καθότι το ρήμα μπορεί εδώ να εννοηθεί στην κυριολεξία του και όχι ως βοηθητικό– στο οποίο τους κανόνες θέτουν οι συμμετέχοντες, ανταλλάσσοντας ήχους, προθέσεις και παρορμήσεις.

Οι Θεσσαλονικείς Σάκης Παπαδημητρίου (πιάνο) και Χρήστος Γερμένογλου (ντραμς) θέλουν αυτό το παιχνίδι να είναι το πινγκ-πονγκ· βαφτίζουν επίσης τις 6 από τις 9 συνθέσεις του ως “Game 1”, “Game 2” κ.ο.κ. Βέβαια, το αν είναι πινγκ-πονγκ ή κάτι άλλο, έχει μικρή σημασία· μεγαλύτερη έχει το γεγονός ότι πρόκειται όντως για ένα παιχνίδι ανταλλαγής, με τους δύο συμπαίκτες να ακολουθούν ή να συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον ή άλλοτε να απομακρύνονται ο ένας από τον άλλον, παίζοντας με την αντίθεση και την αφαίρεση. Πέρα από την τέχνη του στιγμιαίου, ο αυτοσχεδιασμός είναι και η τέχνη της όσμωσης· και σε ένα ντούο κάτι τέτοιο γίνεται όσο απτό είναι δυνατό να γίνει.

Ιδίως σε ένα ντούο σαν το συγκεκριμένο. Παπαδημητρίου και Γερμένογλου είναι δύο έμπειροι και ικανότατοι αυτοσχεδιαστές, καλά ασκημένοι στην αναζήτηση εκείνων των ισορροπιών που κάνουν μια ελεύθερη συνεύρεση να λειτουργεί. Φυσικά, ο Παπαδημητρίου είναι μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εγχώριας τζαζ (με ραδιοφωνικές εκπομπές, γραψίματα και αρκετούς δίσκους –μεταξύ αυτών και η πρώτη αυτοσχεδιαστική κυκλοφορία της ελληνικής δισκογραφίας, η συνεργασία του με τον Φλώρο Φλωρίδη το 1979 στο Αυτοσχεδιάζοντας Στου Μπαράκου)· ο Γερμένογλου, από την άλλη, είναι μάλλον από τους πιο δημιουργικούς ντράμερ της χώρας, δραστήριος στα τζαζ και αυτοσχεδιαστικά της δρώμενα με αρκετά σχήματα (αναφέρω ενδεικτικά κάποια σχετικά πρόσφατα, τους Act Up Trio, τους Mama Luma ή τη συνεργασία του με τον Μπάμπη Παπαδόπουλο στο ντούο των Basenezmen) και με θητεία στις Η.Π.Α., καρπός της οποίας ήταν το βιβλίο-CD 27’ (2015). Οι δυο τους έχουν μάλιστα συνεργαστεί σε αρκετές περιστάσεις στο παρελθόν, μεταξύ των οποίων ένα ακόμα ντούο-άλμπουμ, η Ορθοπεταλιά του 2010. 

Φυσικά, όλα αυτά αποτελούν ενδείξεις ότι το περιεχόμενο του Ping Pong θα ξεπερνάει έναν δεδομένο δείκτη ποιότητας. Καθώς όμως όλα τα πράγματα –ιδίως ο αυτοσχεδιασμός– κρίνονται στην πράξη, οι ενδείξεις δεν μπορούν να αποτελούν αποδείξεις. Για αυτές θα πρέπει να επανέλθουμε στην τέχνη της όσμωσης και στους πολλούς τρόπους με τους οποίους αυτή επιτυγχάνεται μέσα στα 38 λεπτά της διάρκειας του δίσκου. Και μη θεωρήσετε πως, επειδή μιλάμε για παιχνίδι, λείπει από τον δίσκο η συνοχή, η συναισθηματική εμβάθυνση και η επιτελεστική ευρυμάθεια. Κάθε άλλο.

Για την ύπαρξη των παραπάνω θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε αρκετά παραδείγματα. Όπως τα απείθαρχα κρουστά με τα οποία ο Γερμένογλου απαντάει στον λυρισμό του πιάνου στο εναρκτήριο “Ping Pong” (θυμίζοντας ίσως τις έκκεντρες ελεγείες του Don Cherry –κάτι που συμβαίνει, αν και με διαφορετικό τρόπο, και στο “Game 6”), το πώς οι δυο τους συνενώνουν τις κοφτές τους φράσεις στο “Match Point”, τις θαυμάσιες μελωδικές καταβυθίσεις του Παπαδημητρίου στα “Game 3” και “Game 6” (και φυσικά τους τρόπους με τους οποίους τις παρακολουθεί ο Γερμένογλου), όπως επίσης και σημεία (π.χ. στο “Game 4”) στα οποία το ντούο επιλέγει να μένει στο υπόρρητο, να κινηθεί σε πιο υπόγειες διαδρομές (παίζοντας λ.χ. με τα τριξίματα στα πιατίνια ή στις χορδές του ανοιχτού πιάνου).

Γενικώς, από το Ping Pong σίγουρα δεν λείπει η φαντασία του παιχνιδιού, όπως δεν λείπει κι εκείνο το «μαζί» που συνιστά μάλλον την ουσία μιας αυτοσχεδιαστικής σύμπραξης: ένα «μαζί» το οποίο δεν καταλύει την αυτονομία των δρώντων υποκειμένων, αντιθέτως πραγματώνεται ακριβώς επειδή την περιλαμβάνει.

Δείτε το "Game 8" εδώ: https://vimeo.com/252784094

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured