Ελέω της φτώχειας που μαστίζει το ελληνικό τραγούδι κοντά 20 χρόνια πια, μα και λόγω των αδιεξόδων στα οποία συχνά σκοντάφτουν όσοι κατά καιρούς προβάλλουν ως ελπίδες για ένα μέλλον που δεν έρχεται, ο Γιώργος Νταλάρας παραμένει σημείο αναφοράς στα εγχώρια δισκογραφικά πράγματα. Μπορεί να κοντεύει πια τα 70, είναι όμως μια ανδρική φωνή την οποία παραδέχονται ακόμα και άνθρωποι που κατά τα λοιπά τον αντιπαθούν, προερχόμενη από ένα λαϊκό παρελθόν που, καθώς κυλά ο 21ος αιώνας, φαντάζει ολοένα και πιο «μυθικό».
Ωστόσο ο Γιώργος Νταλάρας αποτυγχάνει σταθερά, εδώ και κάμποσα χρόνια, κάθε που μπαίνει στο στούντιο. Αδυνατεί δηλαδή να εξαργυρώσει την άνωθεν εκτίμηση με δίσκους ικανούς να αφήσουν ένα κάποιο αποτύπωμα στο παρόν.
Ο πρώην συνΑβοπολίτης και πάντα ενημερωμένος σε νταλαρικά θέματα Στυλιανός Τζιρίτας –με τον οποίον τα συζητάγαμε τις προάλλες– έχει την ενδιαφέρουσα άποψη ότι τελευταίος καλός δίσκος του Πειραιώτη ερμηνευτή ήταν τα Έρημα Χωριά του 2006. Πράγματι, πιάνοντας το νήμα των στούντιο ηχογραφήσεων από εκεί και πέρα, αναδεικνύεται μια εικόνα αποκαρδιωτική: το Με Το 'Να Πόδι Στ' Άστρα (2007) ήταν αναιμικό, το Γι' Αυτό Υπάρχουνε Οι Φίλοι (2009) πέρασε και δεν άγγιξε, το Τι Θα Πει Έτσι Είναι (2012) χρειάστηκε να το ξανακούσω για να θυμηθώ ότι είχε το πολύ ωραίο κομμάτι "Ξέχνα Τις Αναμνήσεις", τα Άστεγα (2016) έμειναν φοβάμαι όνομα και πράγμα, τα Θαλασσινά Παλάτια (2016) δεν ήταν άσχημα αλλά βγήκαν υπέρ το δέον νοσταλγικά για έναν πεπαλαιωμένο ήχο, το Πες Το Για 'Μένα (2017) στάθηκε ευδιάκριτη αποτυχία και η Φυλακή Υψίστης Ασφαλείας με τον Μπάμπη Στόκα (2017) το έφερε από 'δω, το έφερε από 'κει, μα δεν βρήκε κάτι να πει. Ως τελευταίο δε σημαίνον ραδιοφωνικό σουξέ καταγράφεται το "Θα Σε Ξεπεράσω", ένα από τα νέα τραγούδια της συλλογής Το Φίλτρο (2008).
Τώρα, ο δρόμος φέρνει στον Γιώργο Καζαντζή για το ολοκαίνουριο Έρωτας Ή Τίποτα, το στιχουργικό μέρος του οποίου είναι πολυσυλλεκτικό –ανάμεσα στους συμμετέχοντες βρίσκουμε τον Μάνο Ελευθερίου, τον Γιώργο Ανδρέου, την προβεβλημένη τα τελευταία χρόνια Ελένη Φωτάκη και νέα ονόματα σαν τη Ναντίνα Κυριαζή και τον Ιωάννη Πανουτσόπουλο. Στο πηλίκο, όμως, δεν εγγράφεται εν τέλει κάτι το διαφορετικό: ο Γιώργος Νταλάρας αστοχεί, για ακόμα μία φορά.
Το βασικό πρόβλημα του δίσκου βρίσκεται στο ότι ο Νταλάρας είναι αισθητά «μεγαλύτερος» από όλα τα τραγούδια που καλείται να πει. Κανένα τους, δηλαδή, δεν μπορεί να βάλει στην εξίσωση κάτι αρκετά δυνατό ώστε, συν τη φωνή του, να επέλθει απογείωση. Οι ερμηνείες του είναι ο κύριος λόγος που κάθεσαι να ακούσεις με ενδιαφέρον· κι αν σημειώσεις στην πορεία 2-3 φιλότιμες προσπάθειες, απομακρυνόμενος από το Έρωτας Ή Τίποτα συνειδητοποιείς ότι έχει μείνει μόνο ο απόηχος της φωνής.
Είναι δύσκολο να μη δείξεις τους στιχουργούς, αναζητώντας τις πταίει. Κάτι πήγε να πιάσει ο Ελευθερίου στο "Περίοπτοι" εκεί με τους φρέντο και τους εσπρέσο μα του έφυγε, κάτι έχει να πει ο Ανδρέου στο "Από Την Αρχή" αλλά ίσως ήθελε να το περάσει κανα/δυο χέρια ακόμα, το ίδιο ισχύει και για την "Περσεφόνη" της Κυριαζή. Κατά τα λοιπά, τίποτα. Πελαγοδρομούμε σε λέξεις που πάνε υποτίθεται να μαγκώσουν συναισθηματικές και υπαρξιακές καταστάσεις, μα καταλήγουν λόγια του αέρα –γενικόλογα, ασαφή, αδιάφορα. Ένα ατέλειωτο «περίπου», μια ψευδοποιητικότητα, μια κακή ανάγνωση της υπαινικτικής/ελλειπτικής στιχουργίας του παλιότερου έντεχνου, η οποία τείνει να γίνει κανόνας στους επιγόνους. «Α, τα λόγια σου τ' ανείπωτα/σαν το σύνθημα στους τοίχους "έρωτας ή τίποτα"», γράφει η Κυριαζή στο "Έρωτας Ή Τίποτα", «μόνος ήρθα, μόνος φεύγω και πηγαίνω μόνος/θα με σταματούσες λέγοντας πουθενά μην πας», λέει η Φωτάκη στο "Στα Μισά Του Έρωτα Βγαίνει Ο Δολοφόνος", έτσι για να προσφερθούν χειροπιαστά παραδείγματα.
Είναι όμως δύσκολο να μη φτάσεις και στον Γιώργο Καζαντζή, αν και εδώ θα μου επιτρέψετε να προσφέρω ελαφρυντικά. Ο Καλαμαριώτης συνθέτης έχει ψάξει ισορροπίες ανάμεσα σε λαϊκές μνήμες και σε ένα πιο σύγχρονο, έντεχνο παρόν, έχει προσέξει τις ενορχηστρώσεις (παίζουν άλλωστε εγνωσμένης αξίας μουσικοί), στην πορεία εμφανίζει και κάποιες αξιόλογες μελωδίες ("Τρένο Παλιό", "Στα Μισά Του Έρωτα Βγαίνει Ο Δολοφόνος", "Από Την Αρχή"). Ναι, του διαφεύγει το πρωτοκλασάτο, ναι, μένεις με την αίσθηση ότι περισσότερο νοιάζεται να φανεί προσεκτικός και σοβαρός και ραδιοφωνικά συμβατικός, παρά ψάχνει πώς θα εμπλέξει τον τραγουδιστή του με το κάτι παραπάνω· όμως αυτός είναι ο Καζαντζής, αυτό είναι το βεληνεκές του. Αν πρέπει κάτι να του προσάψουμε, είναι ότι έχει την ευχέρεια της συμμετοχής της Φωτεινής Βελεσιώτου –την οποία γνωρίζει καλά– και, αντί να της φτιάξει ένα γουστόζικο λαϊκό, την αφήνει να κλαυθμηρίζει αναίτια, συντηρώντας έτσι το γενικότερο «κλίμα» όπου χαντακώνεται επί του παρόντος η δική της στούντιο καριέρα.
Ο Γιώργος Νταλάρας χρειάζεται έναν παραγωγό να του πάρει τα κουμάντα και να τον βγάλει εκτός της ζώνης ασφαλείας του· και έναν συνθέτη κατόπιν που θα τον βάλει να τολμήσει, αναγκάζοντάς τον να αφυπνίσει την πολυσχιδή μουσική προσωπικότητα την οποία ξέρουμε ότι έχει. Δεν ξέρω, ίσως να μην υπάρχουν πια αυτά τα «μεγέθη», ίσως να είναι και θέμα της «πισίνας» στην οποία κολυμπά ο ερμηνευτής –μπορεί βέβαια και το λάθος να είναι τελικά δικό μου, γιατί τον έχω για αέναο μαμούνι, που δεν σταματά ποτέ να αναζητά, ενώ εκείνος ίσως αποφάσισε σιωπηλά να αναπαυθεί στις δάφνες του βετεράνου. Το Έρωτας Ή Τίποτα, πάντως, διασώζεται πάλι στο τσακ και το μόνο που εν τέλει συντηρεί είναι το σταδιακό ξεθώριασμα της εικόνας ενός θρύλου. Ευτυχώς υπάρχουν και οι live περιστάσεις, όπου μπορεί κανείς να χαρεί τον Νταλάρα μακριά από τα όσα λείπουν από τις στούντιο καταθέσεις.
{youtube}STWCdJLfAQg{/youtube}