Τέσσερα χρόνια μετά την αρχική τους σύμπραξη, η ιστορία των Xylouris White είναι πλέον γνωστή και τετραπέρατη. Ο δεξιοτέχνης λαουτίστας Γιώργος Ξυλούρης (γιος του μυθικού Ψαραντώνη) και ο πολυπράγμων Aυστραλός ντράμερ Jim White, αποφάσισαν –έπειτα από πολλά χρόνια γνωριμίας, φιλίας και αλληλοεκτίμησης– να συμπορευτούν και δισκογραφικά. Σε 2 μέχρι στιγμής απόπειρες (Goats, 2014 & Black Peak, 2016), το εξωπραγματικό όσο και γήινο ηχητικό τους χαρμάνι θριάμβευσε συντονίζοντας την παραδοσιακή μουσική της Κρήτης στο σήμερα και μπλέκοντάς τη με τις «ριψοκίνδυνες» εκφάνσεις του rock.
Ο τίτλος Mother της νέας τους δουλειάς παραπέμπει στο σύμβολο της Μητέρας Κατσίκας η οποία τάιζε με το γάλα της τον Δία ως βρέφος και αποτελεί τη φυσική συνέχεια αυτού του συναρπαστικού, διαπολιτισμικού διαλόγου. Ωστόσο, η διαφορά που ανακύπτει εδώ σε σχέση τόσο με το Goats, όσο και με το Black Peak, αφορά τον μερικό εγκλωβισμό των Xylouris White στους κανόνες, στα όρια και στη φόρμα που οι ίδιοι έχουν θέσει. Με άλλα λόγια, έχει απολεσθεί το στοιχείο της μοναδικότητας και του «όλα μπορούν να συμβούν» μέσα στην ακούσια κανονικοποίηση του ήχου τους και στη σταδιακή οικειότητα του ακροατή με εκείνον.
Αυτή η «μανιέρα» (αν μπορεί κανείς να προχωρήσει σε τέτοιον χαρακτηρισμό για ένα τόσο ιδιότυπο κράμα) στρογγυλεύει και ουδετεροποιεί στιγμές όπως το "Spud’s Garden" και το "Achilles Heel", χωρίς πάντως να πληγώνει ανεπανόρθωτα τη μεγαλοσύνη και την υπερβατικότητά τους. Από την άλλη μεριά, η συστηματική και επίμονη εξάσκηση των Xylouris White πάνω στο υβρίδιό τους απέφερε τόσο την τελειοποίησή του, όσο και την πιο ανορθόδοξα εμπορική στο άκουσμά της στιγμή τους: το single “Only Love” συμπυκνώνει αψεγάδιαστα όλες τις παράπλευρες συνιστώσες της δυάδας, αφού πάνω στα δυναμικά ντραμς, τα οποία ισορροπούν πάνω σε post-punk ρυθμολογίες, βηματίζει με υστερική ορμή το λαούτο· τελικά προκύπτει κάτι που μοιάζει με αρχέγονη trance-techno από τα Ανώγεια ενός άχρονου κόσμου.
Mία ακόμα στιγμή τελειοποίησης, αυτήν την φορά με εξερευνητικό και περιπετειώδες πνεύμα, βρίσκουμε και στο “Motorcycle Kondilies”. Η μεθοδική του δόμηση εκτονώνεται μέσα από διπλά και τριπλά ενορχηστρωτικά επίπεδα, ενώ οι εικονοπλαστικοί στίχοι τύπου «θα πέσουν οι λεμονανθοί που έχεις στην κεφαλή σου» συνθέτουν έναν ανατριχιαστικό ύμνο, που άφοβα μπορεί να χαρακτηρισθεί αριστουργηματικός. Ωστόσο, ένα ακόμη πρόβλημα είναι πως η κορύφωση έρχεται μόλις στο 1/3 του δίσκου: όλες οι υπόλοιπες στιγμές, που ακολουθούν, βρίσκονται σε ένα ποιοτικό εύρος το οποίο κυμαίνεται από το πανέμορφο (“Daphne”) μέχρι το αξιόλογο (“Call And Response”), όντας πάντα υποδεέστερο των όσων έχουν προηγηθεί.
Το Mother είναι λοιπόν ένα ανισόρροπο έργο. Στα καλύτερά του αποκρυσταλλώνει το μεγαλείο της «ένωσης» του Γιώργου Ξυλούρη με τον Jim White, ενώ στα χειρότερά του θέτει ερωτήματα στη θεωρητικά αδάμαστη φόρμουλα την οποία έχουν επινοήσει, για το κατά πόσο μπορεί πραγματικά να αποδράσει από τα όριά της, ώστε να συνεχίσει να ηχεί απόκοσμη, απαραίτητη και συνταρακτική. Ίσως πρόκειται για μία οριακή στιγμή του σχήματος, καθώς κατάκτησε τις πρώτες κορυφές και τώρα θα πρέπει να ταξιδέψει, να εξερευνήσει και να γευτεί νέους και αχαρτογράφητους τόπους, με τον ίδιο ενθουσιασμό με τον οποίον μας συστήθηκε.
Στα πρόθυρα μίας πιθανώς καινούριας όσο και αναγκαίας κατεύθυνσης, το Mother γίνεται ένα ακόμη γενναιόδωρο και μεγαλοπρεπές αποκύημα του ζευγαρώματος δύο βιρτουόζων ικανών να συντονίζονται σε υπαρξιακά και αισθητικά επίπεδα με τρόπο δυσεύρετο και ανατρεπτικό. Παρά την όποια προβλεψιμότητα έχει υπεισέλθει στον δημιουργικό τους κόσμο, παραμένουν το ίδιο πολύτιμοι στις ανήσυχες γωνιές του μουσικού σύμπναντος.
{youtube}_ZCOGqTRQug{/youtube}