Το πρώτο άλμπουμ του νεαρού συνθέτη Γιώργου Κυριάκου καταπιάνεται με τον αέναο κύκλο της φύσης και του ανθρώπου: από την άνοιξη στο φθινόπωρο και τον χειμώνα, από τη φθορά στην παγωνιά και στην αναγέννηση, με το καλοκαίρι να απουσιάζει συμβολικά, όπως απουσιάζει η μόνιμη και απόλυτη πληρότητα από την ανθρώπινη φύση. Κι αν το δελτίο τύπου και το εξώφυλλο προϊδεάζουν για έναν τυπικό «έντεχνο» δίσκο, η εικόνα που σχηματίζεται μετά την ακρόαση είναι αρκετά διαφορετική.
Η επιλογή του Κυριάκου να χρησιμοποιήσει διάφορα στυλ, μα και διαφορετικό στιχουργό και ερμηνευτή για κάθε εποχή ώστε να αποδώσει το χρώμα, την ατμόσφαιρα και τη διάθεση που συνδέονται με την κάθε μία, μοιάζει ενδεχομένως προφανής. Πάντως, ο συνθέτης δεν καταλήγει στο να φτιάξει απλώς ένα δειγματολόγιο ικανοτήτων και αισθήσεων. Αντίθετα, τα 9 τραγούδια (συν 1 ορχηστρικό) που προτείνει δημιουργούν μια συνεκτική και λογικά εξελισσόμενη εικόνα, η οποία διατρέχει το άλμπουμ. Είναι ένας σπονδυλωτός δίσκος τούτος εδώ, όπου διαφορετικές μικρές ιστορίες διαπλέκονται συναισθηματικά, με τρόπο λειτουργικό και επικοινωνιακό –έστω κι αν δεν αποφεύγεται πάντα το μελό.
Δεν γνωρίζω εάν ο Γιώργος Κυριάκος είναι σπουδαγμένος συνθέτης (μάλλον είναι), πάντως δείχνει σε αυτήν την πρώτη του δουλειά να διαθέτει ένα ένστικτο το οποίο δεν διδάσκεται πουθενά. Αναφέρομαι εδώ στις διάφορες επιλογές που έκανε κατά τη δημιουργική διαδικασία, αλλά ιδιαίτερα στα συγκεκριμένα παντρέματα ανάμεσα σε στιχουργούς και ερμηνευτές των τραγουδιών –με τους τελευταίους να προέρχονται αποκλειστικά από τον χώρο της ηθοποιίας.
Το ότι έβαλε ας πούμε τα μελαγχολικά και βαθιά ανθρώπινα λόγια του Νίκου Μωραΐτη στο στόμα της φθινοπωρινής Νένας Μεντή, αποδείχθηκε μια κίνηση που όχι μόνο δικαιώθηκε απόλυτα, αλλά λειτούργησε και πολλαπλασιαστικά, λόγω της τοποθέτησης των αντίστοιχων 3 τραγουδιών στην έναρξη του δίσκου. Επίσης καλά λειτουργεί και η θεματική της άνοιξης, μέσα από τους στίχους της Λίνας Δημοπούλου και τις εύθραυστες ερμηνείες της Μαρίνας Καλογήρου. Ο Θοδωρής Αντωνιάδης, από την άλλη, υπήρξε ο πιο «επαγγελματίας» στις ερμηνείες του: απέδωσε καλά τα λόγια του Μάνου Ελευθερίου, όμως ο τρόπος του δεν διαθέτει το «τσαλάκωμα» που κάνει τα άλλα τραγουδίσματα τόσο χαρακτηριστικά και συμπαθητικά.
Σε αυτήν καθαυτή τη δουλειά του, ο ίδιος ο συνθέτης αποδεικνύεται ικανότατος χειριστής του ύφους, της ατμόσφαιρας, αλλά και της μελωδίας. Παρότι δεν επιχειρεί σχεδόν καμία λοξοδρόμηση, ούτε κάποιο μπόλιασμα (λογικό, αν αναλογιστούμε ότι είναι η πρώτη του δουλειά), δείχνει ότι είναι κυρίαρχος των μέσων που μετέρχεται: είτε επιλέγει τζαζ/μπλουζ σχήματα, είτε λαϊκότροπα, είτε λόγιες λογικές δωματίου, κατορθώνει να ακουστεί πειστικός και διεξοδικός. Έχει, βέβαια, μεγάλη βοήθεια στις ενορχηστρώσεις και στην παραγωγή από τον Άκη Κατσουπάκη, του οποίου ο επαγγελματισμός οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα πλήρες και διόλου άχρωμο.
Είναι θετικότατη εξέλιξη, λοιπόν, η είσοδος του Γιώργου Κυριάκου στη δισκογραφία με τη συγκεκριμένη εργασία. Η οποία μπορεί να μην κομίζει κάποια αύρα ανανέωσης, ούτε να μοστράρει κάποιο σαφές και ευδιάκριτο προσωπικό στίγμα, όμως προσφέρει διάφορες μικρές, φωτεινές πτυχές αισιοδοξίας και προτείνει μερικά πολύ όμορφα και ζεστά τραγούδια (“Μεγάλο Φθινόπωρο”, “Βραδεμβούργιο”, “Άνοιξη”).
Στους καιρούς της μανιέρας, όλα τα παραπάνω κάθε άλλο παρά δεδομένα μπορούν να θεωρούνται.
{youtube}8vb41zGhJz8{/youtube}