Οι Lüüp αποτελούν κλασική περίπτωση μουσικής οντότητας που εμφανίζεται δισκογραφικά μόνο όποτε έχει κάτι ουσιαστικό να πει. Η φετινή τους επιστροφή, 6 χρόνια μετά το Meadow Rituals (και με μόνη αναλαμπή στο μεταξύ το The Redemption Bells EP που μοιράστηκαν με τον Pleq), δεν θα μπορούσε παρά να υπακούσει στην παραπάνω διαπίστωση.
Εκείνος ο προηγούμενος δίσκος αποτέλεσε κομβικό σημείο για τους Lüüp, και διόλου τυχαία βρήκε θέση σε πολλές από τις λίστες με τα «καλύτερα» άλμπουμ του 2011. Η συνέχειά του ακολουθεί κι αυτή την τελετουργική λογική, αλλά με ένα διαφορετικό concept: είναι ο Θάνατος και η αποκρυφιστική οπτική επί αυτού που έβαλε τους τροχούς σε κίνηση για τον Στέλιο Ρωμαλιάδη και τους συνεργάτες του, τούτη τη φορά.
Δεδομένης της θεματολογίας, το Canticles Of The Holy Scythe προκύπτει ακρόαμα βλοσυρό και δυσπρόσιτο. Ειδικά μάλιστα αν σου λείπει ένα κάποιο background στον μυστικισμό και στον αποκρυφισμό (Αλχημεία, Καμπάλα, Aleister Crawley και δεν συμμαζεύεται...), ενδέχεται να αισθανθείς πολλάκις –σε έλλογο επίπεδο τουλάχιστον– ως παρείσακτος στην όλη τελετή. Και δεν παίζει και κανένα όργιο, ώστε να νιώσεις κι εσύ λιγάκι ότι ανήκεις.
Και πάλι, όμως, η εν λόγω «λιτανεία» έχει τους τρόπους της να σε υποβάλλει, ακόμη κι αν δεν μπορεί να σε καταστήσει απόλυτο κοινωνό της. Κι αυτό επιτυγχάνεται, όπως σε οποιουδήποτε είδους τελετουργία, μέσω του ήχου και της μουσικής. Κατ' αρχάς, ακολουθείται εδώ μια σαφώς μελετημένη ροή και πορεία, η οποία, μάλιστα, ξεκινά με κάτι πολύ κοντινό μας: με μια μελοποίηση από τον Ρωμαλιάδη του παραδοσιακού μοιρολογιού “Γιατί Είναι Μαύρα Τα Βουνά”. Σοφία Σαρρή, Άννα Λινάρδου & Ξένια Ροδοθεάτου πλέκουν τις φωνές τους σε βαλκανικό πολυφωνικό στυλ, εισάγοντας το «εκκλησίασμα» στον «πρόναο».
Η συνέχεια σε οδηγεί σε πιο βαθιά και σκοτεινά νερά, με τη Σαρρή να αναλαμβάνει ρόλο μάγισσας (στο “Κόγξ Όμ Πάξ”) και τον Σάκη Τόλη των Rotting Christ να στέκει ως επιβλητικός ιεροφάντης (στο “The Greater Holy Assembly”). Η πρώτη είναι πραγματικά καταπληκτική στον ρόλο της, έτσι όπως παλεύει ανάμεσα στα μανιασμένα τσέλα και στα μπάσα πνευστά· ο δεύτερος, ωστόσο, έχω την εντύπωση ότι δεν πιστοποιεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό τα μαυρομεταλλικά παράσημά του, για τα οποία προφανέστατα επελέγη. Αντίθετα, ο Bjørn “Aldrahn” Dencker (πρώην Dødheimsgard) δίνει ρέστα με μια μεφιστοφελική απόδοση των στίχων στο “Stibium (Triumph Of Death)”, γενόμενος ο Χάρος προσωποποιημένος, έπειτα από την ορχηστρική αναγγελία της εμφάνισής του στο “Noctivagus (Apparition Of Death)”. Για να έρθει στο κλείσιμο το αφαιρετικό “Mors Consolatrix” να δώσει αέρα υπέρβασης, ως κατακλείδα συμφιλίωσης με το αναπόφευκτο.
Διαμέσου της όλης διαδρομής, αποτυπώνεται η άσβεστη πίστη του Ρωμαλιάδη στον χαρακτήρα των Lüüp: black metal, progressive folk, τοπική λαϊκή παράδοση περνούν μέσα από το φίλτρο λόγιων αναφορών (με τον Igor Stravinsky και τον György Ligeti να είναι οι πιο ευδιάκριτες) και αποτυπώνονται μέσω αποκλειστικά ακουστικών οργάνων και μέσω της γνωστής λογικής ορχήστρας δωματίου την οποία και εμπιστεύεται. Έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό το παιχνίδι καθ’ όλη τη διάρκεια του δίσκου, το πώς δηλαδή διαθλώνται και παραμορφώνονται τα διάφορα ετερόκλητα στοιχεία μέσω της μινιμαλιστικής αρμονικής και ενορχηστρωτικής λογικής που χρησιμοποιείται.
Δεν απέρχομαι, πάντως, των πολλαπλών ακροάσεων του Canticles Of The Holy Scythe δίχως κάποιες ελαφριές ενστάσεις, οι οποίες βάζουν έναν αστερίσκο στο οχτάρι της βαθμολογίας. Το Meadow Rituals είχε θέσει ομολογουμένως πολύ ψηλά τον πήχη για τους Lüüp και έχω την αίσθηση ότι τούτη η δουλειά δεν κάνει «κλικ» σε όλα απολύτως τα μέτωπα, όπως συνέβαινε με την προηγούμενη. Και δεν αναφέρομαι εδώ μόνο στα ζητήματα προσπέλασης του δίσκου, αλλά και σε θέματα που άπτονται της οικονομίας του και της λειτουργίας του ως συνόλου.
Είναι άτιμο πράμα οι προσδοκίες, τι να λέμε τώρα... Και οι βαθμολογίες το ίδιο.
Αλλά έχουν μικρή σημασία, τελικά, όταν μπροστά σου έχεις μία από τις σημαίνουσες κυκλοφορίες της χρονιάς που σε λίγο φεύγει.
{youtube}HyzxPz6_7Jk{/youtube}