«Δεν ήξερα άμα θέλω παρέα/ μέσα στο όνειρο»
[...]
Θυμάστε εκείνη την εποχή που κάθε νέος δίσκος του Αλέξανδρου Βούλγαρη ανάγκαζε το ακροατήριό του να χωριστεί σε στρατόπεδα; Τότε που είτε πήγαινες με εκείνους που τον θεωρούσαν «για τον πούτσο ατάλαντο» και ενοχλητικό ψυχάκια, είτε τον αποθέωνες ως το μέλλον του ελληνικού τραγουδιού; Α, ωραίες εποχές...
Άλμπουμ με το άλμπουμ, ο The Boy έβγαλε κοντά μια δεκαετία ανασύροντας από τον εσωτερικό του κόσμο ένα όραμα της Αθήνας της Κρίσης, που περισσότερο μετασχημάτισε με όρους καλλιτεχνικούς την εμπειρία του να ζεις στη χειμαζόμενη μεγαλούπολη, παρά απλώς την αποτύπωσε. Με το περσινό Έτοιμοι Ένα, και τη φετινή συνέχειά του θα μπορούσε λοιπόν να αναφέρεται (και) στην ετοιμότητά του να εγκαταλείψει/κλείσει αυτόν τον κύκλο, αναχωρώντας προς κάποιο άλλο ονειροτοπίο.
Υπάρχουν διάφορα πράγματα εδώ, τα οποία μοιάζουν να συνηγορούν υπέρ της παραπάνω παρατήρησης. Κατ’ αρχάς ο θυμός και η άβυσσος που έχασκε σε προηγούμενες καταθέσεις μοιάζουν να έχουν υποχωρήσει αισθητά –κάτι που, στην πραγματικότητα, έγινε σταδιακά, κατά μήκος της δισκογραφικής διαδρομής. Κάτι τέτοιο μπορεί να παρατηρηθεί και στον στίχο και στις μελωδίες, αλλά περισσότερο στην παραγωγή και στις ενορχηστρώσεις. Ο Κτίρια Τη Νύχτα (όπως και στο Έτοιμοι Ένα) έχει αναλάβει εδώ ένα έργο σενιαρίσματος του ήχου, φέρνοντας μια ποπ αρτιότητα η οποία απέχει παρασάγγας από τις προηγούμενες υλοποιήσεις της Αγορίστικης άποψης (ιδίως από τις πρώτες-πρώτες).
Κατά δεύτερον, υπάρχει και εδώ (όπως και στο Έτοιμοι Ένα) η συμμετοχή της Δεσποινίδος Τρίχρωμης, στο πρόσωπο της οποίας ο Βούλγαρης έχει προφανέστατα βρει μια αδελφή ψυχή. Τα ντουέτα τους και η όλη εμπλοκή της τραγουδοποιού στα 2 τελευταία του άλμπουμ έχουν φέρει στο τραπέζι μια ευπρόσδεκτη γλύκα, αλλά και μια μελαγχολία αληθινή. Ποιοτικά χαρακτηριστικά δηλαδή που δύσκολα θα τολμούσε κανείς να φανταστεί ως συστατικά του Αγορίστικου σύμπαντος, τότε που έτρωγε στη μούρη το διπλό χτύπημα σιδερογροθιάς των Please Make Me Dance (2009) και Κουστουμάκι (2010).
Από άλλες απόψεις, βέβαια, ο κόσμος του Boy διατηρεί τον πυρηνικό του χαρακτήρα: εδώ είναι η ελευθεριάζουσα γλώσσα που σεργιανάει σε σκοτεινές και αμφίσημες σκέψεις κι εμμονές, εδώ είναι το πιάνο, εδώ τα ηλεκτρονικά, εδώ και οι ζεϊμπεκιές που παντρεύονται τα δυτικότροπα hooks. Έχει πάντως εκλείψει πια η ανάγκη για ταμπέλες όπως «DIY» ή «indie» στην περίπτωση του Αλέξανδρου Βούλγαρη, όχι μόνο γιατί και ο ίδιος φαίνεται να θέλησε να τις ξεπεράσει, αλλά και επειδή η ματιά του έχει πλέον επιβληθεί στα πράγματα: οποιαδήποτε συζήτηση για το σύγχρονο τοπίο της ελληνικής τραγουδοποιίας που δεν τον περιλαμβάνει, είναι καταδικασμένη να θεωρηθεί κολοβή.
Ομολογουμένως, η τελευταία παρατήρηση έχει φθαρεί από την κατάχρηση. Αλλά ο τρόπος με τον οποίον εννοείται συνήθως –ότι δηλαδή ο Βούλγαρης εκφράζει όσο κανείς το σήμερα– δεν είναι ακριβώς σωστή. Ο Boy, άλλωστε, μιλάει συχνά με όρους του (μετασχηματισμένου) χθες· σε τέτοιον βαθμό, ώστε τα προαναφερθέντα «γαλόνια» να μοιάζουν αδικαιολόγητα. Είναι όμως η ίδια του η ύπαρξη και ιδιοσυγκρασία, και η επικοινωνία τους μέσα από τους διαύλους της εποχής, που τον αναδεικνύουν ως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα (ανάμεσα σε άλλα) καλλιτέχνη που δρα εντός αυτών των καιρών και που δεν θα μπορούσε (πιθανότατα) να αναδειχθεί σε διαφορετικό χωροχρόνο.
[...]
Ένας άνδρας που δεν ξέρει αν θέλει παρέα, αλλά ανακαλύπτει ότι ναι, θέλει, καθώς συναντά μια γυναίκα στον σταθμό του τρένου. Στη βαλίτσα του σαλεύει μια κουρελού σε αποχρώσεις του γκρίζου, η οποία, καθώς αυτός περνά από τον ενικό του χθες σε έναν αποφασιστικό πληθυντικό –«έτοιμοι»– αρχίζει να μεταμορφώνεται σε πολύχρωμο, λεπτοϋφασμένο χαλί.
Βγάζουν εισιτήρια και επιβιβάζονται στην αμαξοστοιχία.
Ο προορισμός, άγνωστος…
Ευτυχώς.
{youtube}BVMTOhwYQnA{/youtube}