Σερφάροντας στο διαδίκτυο με αφορμή τον καινούργιο αυτόν δίσκο της Κρίστης Στασινοπούλου και του Στάθη Καλυβιώτη, πέτυχα την αναφορά του εγνωσμένου διεθνώς περιοδικού fROOTS (στο οποίο, παρεμπιπτόντως, το ντούο έχει βρεθεί παλαιότερα και στο εξώφυλλο). Το ενδιαφέρον εκεί –πέρα από το θετικό της γενικής αποτίμησης– βρισκόταν στην αντιπαραβολή του ΝΥΝ με τη νέα δουλειά των Baba Zula (η οποία για την ακρίβεια είναι ένας δίσκος του 2014 πακεταρισμένος για διεθνή ακροατήρια). Μου φάνηκε πετυχημένη η σκέψη, γιατί όντως τα δύο σχήματα μοιράζονται κάτι αρκετά σημαντικό.
Δεν αναφέρομαι μόνο στη λίγο-πολύ κοινή δεξαμενή από την οποία αντλούν δύο σχήματα τα οποία ασχολούνται με την παραδοσιακή μουσική και εδρεύουν στην Αθήνα και στην Ιστανμπούλ, αντιστοίχως. Το σημαντικό είναι ότι και τα δύο έχουν καταφέρει να οικειοποιηθούν αυτές τις αναφορές και να τις προσαρμόσουν στο σήμερα μ’ έναν δικό τους, πολύ ιδιαίτερο τρόπο: ο μεν τρόπος των Baba Zula θα μπορούσε, σχηματικά, να δανειστεί την ονομασία του δίσκου τους Dub Oriental και, αντιστοίχως, αυτός των Στασινοπούλου & Καλυβιώτη το Greekadelia, από την προηγούμενή τους δουλειά (2012). Ένα ακόμα στοιχείο που ενώνει τα δύο αυτά (αρκετά διαφορετικά κατά τα λοιπά) σχήματα, είναι ότι αμφότερα χρησιμοποιούν –καθόλου τυχαία– την ψυχεδέλεια για να βοηθήσει στη σύζευξη μεταξύ παρελθόντος και παρόντος.
Μένοντας στο προκείμενο, αυτή η συν τω χρόνω ανάπτυξη μιας ιδιαίτερης μουσικοτροπίας από Στασινοπούλου & Καλυβιώτη στα ενδιάμεσα των διπόλων παράδοση/συγχρονικότητα και τοπικότητα/οικουμενισμός είναι ίσως το σημαντικότερο επίτευγμα του ντούο (και ίσως το στοιχείο εκείνο που αιτιολογεί τη διεθνή του απήχηση). Προφανώς και στο ΝΥΝ η γενική κατεύθυνση δεν αλλάζει σημαντικά, όχι λόγω καλλιτεχνικής οκνηρίας, αλλά επειδή τέτοια ενδιάμεσα είναι από μόνα τους αρκετά ρευστά και δημιουργικά, ώστε μπορείς να τα ξαναεπισκέφτεσαι χωρίς ακριβώς να επαναλαμβάνεσαι.
Βεβαίως, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε και το γεγονός ότι το ντουέτο ξέρει να γράφει όμορφα τραγούδια, ικανά όχι μόνο να κουβαλήσουν το βάρος των αναφορών τους ή του ενδιάμεσου της γενικής στόχευσης, αλλά και να γοητεύσουν αφ’ εαυτού τον ακροατή και την ακροάτριά τους. Τέτοια παραδείγματα δεν λείπουν από το ΝΥΝ. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε την εξαιρετική εθνοψυχεδέλεια του “Στρατί-Στρατί” (όπου μαζί με τους όμορφους κυματισμούς στη φωνή της Στασινοπούλου και τη μεστή ενορχήστρωση, ξεχωρίζουν και τα κατσικοκούδουνα που ανοίγουν και κλείνουν το κομμάτι), το “Αλλαξοκαιριά”, στο οποίο εκτός από τη slide κιθάρα τη διαφορά κάνει και ο ήχος των τζιτζικιών που διαπερνά το κομμάτι (δημιουργώντας μια ωραία αντίθεση με τη μελαγχολική ενορχήστρωση) ή το “Θα 'Θελα Να 'Μουνα Νερό” για την …«υδάτινη ευλυγισία» του.
Υπάρχει επίσης μια ενσωμάτωση κάποιων ηλεκτρονικών στοιχείων, η οποία είναι ωστόσο μερικώς μόνο επιτυχημένη. Η επιλογή επίσης να ακολουθηθεί ένας δρόμος κοντινός προς την ποπ/ροκ τραγουδοποιία (όπως π.χ. στο εναρκτήριο “Έρχεται Χειμώνας”), μάλλον ουδετεροποιεί τον ήχο του ντούο, παρά προσθέτει σε αυτόν. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για το κλείσιμο του ματιού στο πανκ στο “Ουδέν Είδα” (απότοκο, ίσως, του παρελθόντος του Καλυβιώτη με τους Ανυπόφορους, πίσω στις αρχές των 1980s, όσο και της συνεργασίας με τον Ντίνο Ζούμπερη στο μπάσο –πρώην μέλος των Αδιέξοδο, Ναυτία & Ξεχασμένη Προφητεία), αν και υπάρχει εκεί ένα ενδιαφέρον παιχνίδισμα που σώζει την κατάσταση.
Το ΝΥΝ, πάντως, αναδεικνύεται αντάξιο της ιστορίας των Στασινοπούλου & Καλυβιώτη (είναι αισίως η 6ος κοινή τους δουλειά)· πρόκειται για έναν δίσκο που σε αρκετά του σημεία γίνεται απολαυστικός –και σε αυτό, φυσικά, παίζουν το ρόλο τους και οι συνεργάτες: ο Ζούμπερης στο μπάσο και ο Σόλης Μπαρκή στα κρουστά. Διαμορφώνονται όμως και μερικοί αστερίσκοι στην πορεία, όσο τουλάχιστον αφορά την προσπάθεια του ντούο να φρεσκάρει τη χαρακτηριστική του μουσικοτροπία. Οι οποίοι δεν αλλάζουν μεν τη γενικώς θετική εντύπωση, μετριάζουν, ωστόσο, τον ενθουσιασμό μου.
{youtube}jCBdwGiijJQ{/youtube}