Στα ευρύτερα πλαίσια του synthpunk, υπάρχει ένας πολύ χαρακτηριστικός ήχος, ο οποίος αποκρυσταλλώθηκε κάπου στα μέσα των εγχώριων 1980s με κύριους διαμορφωτές τους ANTI... και τους Χωρίς Περιδέραιο, άρρηκτα συνυφασμένος με τον ελληνικό στίχο τον οποίον διοχετεύει. Πρόκειται για ένα κράμα που μπορεί μεν να εξαχθεί και σε μη ελληνόφωνο κοινό, χάνοντας όμως τη δυναμική που προσφέρει η κατανόηση ενός εκ των συστατικών, του όξινου κειμένου. Κάτι που δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με τη γνώση της γλώσσας, αλλά και με τη χρόνια βύθιση του ακροατή στη μεταπολιτευτική κοινωνία μας.

Σε αυτήν λοιπόν τη μουσική γωνιά εντάσσονται και οι Αθηναίοι Οδός 55, οι οποίοι ξεκίνησαν στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας με σποραδικές ζωντανές εμφανίσεις (κυρίως) σε καταλήψεις και πανεπιστημιακούς χώρους, προσφέροντας με το καλημέρα ένα αναπάντεχο διαμάντι (“Αττική Βικτώρια”), που έλαβε δικαιωματικά διαστάσεις ύμνου. Παραμένοντας πιστοί σε ένα DIY ήθος, αποτελούν αυτή τη στιγμή –μαζί με τους Θεσσαλονικείς Regressverbot– το καλύτερο δείγμα του νέου πολιτικοποιημένου εγχώριου (και όχι μόνο) synthwave/synthpunk ήχου.

Επαναλαμβανόμενα synth πλέγματα απλώνονται στα 50 λεπτά του 2ου ολοκληρωμένου δίσκου τους, σχηματίζοντας έναν ιστό που μοιάζει να έχει βγει από κάποιο Gibson-ικό cyberpunk μέλλον. Τα φωνητικά (γυναικεία και ανδρικά), ως είθισται στο συγκεκριμένο υποείδος, λειτουργούν ως εστίες συγκέντρωσης της περιρρέουσας οργανικής δυναμικής ενέργειας: περικλείουν ανά διαστήματα οργή, πάθος και μηχανικής υφής συναισθηματική αποστασιοποίηση, περιπλανώμενα μεταξύ διήγησης, απαγγελίας και νευρικών εορτασμών μιας απόγνωσης εκφρασμένης μέσω καυστικής χροιάς και ιδιαίτερης άρθρωσης λόγου· αμφότερα, αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της σχετικής εγχώριας σκηνής.

Τα κομμάτια κινούνται σε μεγάλες σχετικά διάρκειες (όλα σχεδόν άνω των 6 λεπτών), ενώ η παραγωγή του δίσκου έχει μια αίσθηση ψηφιακού κόκκου, σαν διακριτικά παράσιτα στην αναμετάδοση προγράμματος. Οδηγώντας έτσι σε ένα σύνολο που θυμίζει ιλιγγιώδη περιπλάνηση ανάμεσα σε ελικοφόρες μηχανές και νέον οθόνες. Οι δε επιρροές από ΑΝΤΙ... και Χωρίς Περιδέραιο είναι σαφείς, μουσικά και φωνητικά.

Συνθετικά, κυριαρχεί το μοτίβο ενός βασικού, επαναλαμβανόμενου –συνήθως νευρώδους– keyboard riff, το οποίο διανθίζεται από περιφερειακές ατμόσφαιρες και εφέ (εδώ υπάρχει και φλερτ με noise αιθάλες). Σχετική έκπληξη το “Ισταμπούλ” με την ανατολίτικη και ελαφρώς παραμυθένια ατμόσφαιρα, μια προσπάθεια αισθητικής αφής της σκεπτομορφής της μεγάπολης του Βοσπόρου, η οποία αποτελεί και εξαίρετη έκθεση των ρυθμικών ταχυτήτων του άλμπουμ (από νωχελικούς βηματισμούς σε στρατοσφαιρικές επιταχύνσεις). Στιχουργικά, ο δίσκος κινείται στα όρια της δυστοπικής κριτικής της καθημερινότητας, με όχημα, μεταξύ άλλων, και τον φουτουρισμό, ενσωματώνοντας και μια υποψία λαχτάρας για όσμωση τεχνολογίας και βιολογίας: «Αίμα-Σώμα-Μηχανή» βρυχάται το φρενήρες “Ύπνωση Τηλεκίνηση”, ίσως το πιο ορμητικό κομμάτι του άλμπουμ, άξιος απόγονος των καλύτερων synthwave στιγμών των ελληνικών 1980s.

Σε αυτό το 2ο λοιπόν άλμπουμ οι Οδός 55 αναπτύσσουν το μοτίβο των προηγούμενων κυκλοφοριών, απλώνοντας σε 7 συμπαγείς ριπές ένα βιονικό βλέμμα προς τη σύγχρονη κοινωνία. Χορευτικό, υπνωτικό, λυσσαλέο και επαναστατικό, το υλικό των Αθηναίων πείθει πως δεν είναι απλά ένα αναμάσημα μιας νεκραναστημένης σκηνής, αλλά δημιούργημα που στέκεται άνετα στο τώρα, ως γέννημα των συνθηκών των προσφάτων ετών.

{youtube}J4lvuWEjM60{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured