«Mother Earth Rock»: με αυτόν τον όρο αναφέρονται στον ήχο τους οι Dustbowl. Όχι ότι οι ετικέτες έχουν σημασία, αλλά η αλήθεια είναι πως ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός μοιάζει ιδιαίτερα εύστοχος. Κατανοείς αμέσως γιατί μόλις ακούσεις την 3η επίσημη κυκλοφορία της αθηναϊκής μπάντας, που κλείνει φέτος 10 χρόνια ύπαρξης: διαθέτει έναν όντως γήινο ροκ ήχο, ο οποίος έχει τραφεί από όλα τα μεγάλα ονόματα του αμερικανικού πενταγράμμου που υπηρέτησαν την ιδέα της μουσικής ανοιχτοσύνης.

Συνειδητά, θα επιλέξω να προσπεράσω τη συζήτηση σχετικά με το κατά πόσο η συγκεκριμένη americana με ροκ προσανατολισμό και με τον τρόπο που την παίζει το σχήμα, είναι ξεπερασμένη. Η απάντηση είναι εμφατικά καταφατική και το γεγονός ότι το συγκεκριμένο είδος δεν μιλάει ιδιαίτερα στο συλλογικό μας συνειδητό και υποστηρίζεται έτσι από εγχώρια σχήματα μετρημένα στα δάχτυλα, δεν αλλάζει το γεγονός πως το Great Fandango θα ακουγόταν εναρμονισμένο με την εποχή του μόνο αν αυτή ήταν τα 1970s. Όμως τη συγκεκριμένη «διάλεκτο» επέλεξε η πεντάδα με βάση τα ερεθίσματα των μελών της (ή η διάλεκτος διάλεξε εκείνα;), ώστε να επικοινωνήσει τις σκέψεις της. Και, για να είμαστε δίκαιοι, είναι μία από τις ιστορικά ιδανικότερες για να εκφράσουν τις πολιτικοκοινωνικές ανησυχίες που διατρέχουν το άλμπουμ.

Το ζήτημα όμως βρίσκεται αλλού. Στο ότι δηλαδή ο δίσκος ακούγεται κάπως αποστειρωμένος, σαν η ένταξη των επιρροών που τον ενημερώνουν να αποκτά μαθηματικές διαστάσεις. Κανείς δεν μπορεί να του καταλογίσει πάντως ότι δεν είναι ιδιαίτερα καλοδουλεμένος: τόσο η φροντίδα και το μεράκι που αποπνέουν οι συνθέσεις, όσο και η παραγωγή του Γιάννη «John Hardy» Χουστουλάκη η οποία του χαρίζει αυτήν την ερημική αίσθηση απεραντοσύνης, μαρτυρούν το πόσο σχολαστικά σμιλεμένος είναι. Τους έχουν μελετήσει άριστα τους πνευματικούς τους πατέρες οι Dustbowl, είτε μιλάμε για τον Neil Young (“Linger Οn” και “Don’t Let The Fascists Drag You Down”), είτε για τους Dream Syndicate (το ομότιτλο κομμάτι κυρίως)· οποιονδήποτε Αμερικανό ροκ μάγιστρο της εποχής εκείνης επιλέξετε, μέσα θα πέσετε. Διαχειρίζονται όμως τη δυνητική διαχρονικότητα των επιρροών τους ως δεδομένο και όχι ως προνόμιο. Έτσι, αντί να αξιοποιήσουν προς όφελός τους τη βαθιά γνώση των καταβολών, πέφτουν αρκετές φορές στην παγίδα του κομματιού-ιμιτασιόν, που του λείπει φρεσκάδα και ταυτότητα.

Εκεί όπου τα καταφέρνουν περίφημα οι Dustbowl είναι όταν ρίχνουν τους τόνους και συνομιλούν πιο έντονα με το alt.country ιδίωμα. Τα “The Gracious Exile” και “Harvest Αnd Remains” ενώνουν τον μύθο του αμερικανικού τραγουδιού σε ένα ταξίδι που ξεκινάει από τους The Band και καταλήγει στους Richmond Fontaine. Σε τέτοια τραγούδια, η slide κιθάρα δεν έχει μουσειακή χρήση αλλά ουσιαστική, γλυκαίνοντας και απαλύνοντας τις συνθέσεις, όσο οι φωνητικές χορδές του Πάνου Μπίρμπα ισορροπούν ιδανικά μεταξύ του αφηγητή και του διασκεδαστή. Το κλείσιμο πάντως με το “Lay Me Down Easy” στη μακρά ψυχεδελική του εκδοχή (υπάρχει στην ψηφιακή κυκλοφορία του δίσκου), κρίνεται παραπάνω από ενθαρρυντικό: φανερώνει μία μπάντα που ίσως έχει μέσα της έναν πραγματικά λαμπρό δίσκο.

Οι Dustbowl έχουν λοιπόν πολλά να προσφέρουν, έστω κι αν πολλές φορές κατά τη διάρκεια του The Great Fandango πιάνεις τον εαυτό σου να αναζητεί αυτό το κάτι που λείπει, και μάλλον συνοψίζεται στη λέξη πρωτοτυπία και στην πιο φρέσκια γενικά ματιά.

{youtube}fWE-9c7G0V4{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured