Όπως έξοχα έδειξε ο Ντίκενς σκιαγραφώντας την εποχή κατά την οποία η βρετανική ύπαιθρος παρακμάζει και το βιομηχανικό άστυ αναπτύσσεται γοργά και ανεξέλεγκτα, είναι άτιμο πράγμα οι προσδοκίες· ειδικά οι μεγάλες.

Αμφιβάλλω ωστόσο ότι η Βαβέλ θα μπορέσει να κριθεί έξω από έναν ορίζοντα προσδοκιών (στο παρόν της, το μέλλον είναι διαφορετική ιστορία). Γιατί, στα 12 χρόνια δράσης της Νατάσσας Μποφίλιου, είναι πρώτη φορά που ένας δίσκος της βγαίνει σε κλίμα «πολεμικό». Κάποιοι, δηλαδή, της την έχουν στημένη: περιμένουν πώς και πώς να στραβοπατήσει, για να χορέψουν χαιρέκακα πάνω στην ήττα της. Άλλοι, απαιτούν να βουλώσει στόματα. Η ίδια πάλι και οι άνθρωποι με τους οποίους πορεύεται –ο συνθέτης Θέμης Καραμουρατίδης και ο στιχουργός Γεράσιμος Ευαγγελάτος– έχουν το δικό τους concept κατά νου. Τουλάχιστον αυτοί το δικαιούνται.

Αν τώρα η Βαβέλ φιλοδοξούσε πράγματι να ορίσει την πολυφωνία της εποχής μας και τη σχέση των δημιουργών της με την πόλη, φοβάμαι ότι δεν τα κατάφερε: όρισε εν τέλει μόνο την πολυχρωμία της συγκεκριμένης τριπλέτας, που ξεκίνησε μεν κάποτε ένα κοινό ταξίδι, μα πλέον έχω την αίσθηση ότι μόνο κοινές εκδρομές μπορεί να σχεδιάζει. Γίνανε αυτόνομα μεγέθη στην πορεία η Μποφίλιου, ο Καραμουρατίδης και ο Ευαγγελάτος, χάραξαν (και) προσωπικές διαδρομές, μπλέχτηκαν με πράγματα τα οποία ίσως δεν αφορούσαν πάντα τους υπόλοιπους. Βάζω λ.χ. τη Βαβέλ να παίξει καπάκι με τα Εισιτήρια Διπλά (2010), έναν δίσκο τους που αγαπώ ιδιαίτερα. Και δεν ακούω πια μια παρέα, αλλά τρεις «players», οι οποίοι συνδιαλέγονται με υπερατού γύρω από το ίδιο τραπέζι –δεν αναφέρομαι ασφαλώς στη φιλία τους, μα καθαρά στη σχέση μεταξύ της ερμηνεύτριας, του συνθέτη και του στιχουργού.

Κάτι τέτοιο, προεξοφλά αβαρίες. Η Μποφίλιου, αν και γενικά βρίσκεται εδώ σε φοβερή φόρμα, καταφεύγει ενίοτε σε έναν θεατράλε, στομφώδη στα φωνήεντα εαυτό, από τον οποίον νομίζω ότι ήγγικεν η ώρα να χωρίσει. Δεν είναι δηλαδή πολύ ταιριαστό αυτό που κάνει στην (αξιόλογη, κατά τα λοιπά) "Αντιγόνη" –ένα τραγούδι ταυτότητας και επίγνωσης– και δεν αποφεύγεται η σύγκριση, όταν αμέσως πριν έχει πει τόσο γήινα και υποδειγματικά το "Hotel Vienna". Ο Ευαγγελάτος κατάφερε πρόσφατα να γράψει γουστόζικα τραγούδια για την Άννα Βίσση, μα δεν φαίνεται να αισθάνεται άνετα στο κλίμα που προσπαθούν ν' αρθρώσουν τα "Μεθύσια"· θέλουν κάτι πιο χύμα λαϊκό, δηλαδή, κι εκείνου του βγαίνουν λέξεις διανοουμενίστικες. Συνθέσεις επίσης σαν το "Δάκρυ" και τον "Αητό Της Αγάπης", δεν διαθέτουν εχέγγυα απέναντι στη διαχρονικότητα: κυριαρχούν τα (φροντισμένα) μοτίβα πίσω από τη δημιουργία τους και όχι η σπιρτόζικη έμπνευση.

Παρά ταύτα, η Βαβέλ χτίζεται στο στέρεο έδαφος ενός εγχώριου ήχου που κρατά ανοιχτή γραμμή ακρόασης με τη Δυτική μουσική έκφραση του 20ού αιώνα, ενώ ωφελείται σημαντικά από τις εξαιρετικές ενορχηστρώσεις του Καραμουρατίδη, που αξιοποιούν πνευστά όργανα, μα και ορισμένα διακριτικά λαϊκά στοιχεία. Κερδίζει έτσι το στοίχημα για κάτι «διαφορετικό», αφού δεν μοιάζει με κανέναν από τους προηγούμενους δίσκους της Μποφίλιου, ενώ –παρά τις κατά τόπους αστοχίες– σε αφήνει χορτάτο χάρη στην ποιότητα της "Αντιγόνης", τα έξω καρδιά βαλκανικά χρώματα της "Βαβέλ", ίσως και τους κάπως ηρωικούς μα εύστοχους τελικά "Επιζώντες (Άλλη Μια Χρονιά)". Τραγούδια στρογγυλά, καλοφτιαγμένα, με λαμπερές ερμηνείες εκ μέρους της Μποφίλιου, τα οποία ούτε την εξωστρέφεια φοβούνται, ούτε και απεμπολούν τη ραδιοφωνική αμεσότητα.

Ναι, θα ήταν ακόμα καλύτερα αν τέτοια στιγμιότυπα μιλούσαν όντως για την Αθήνα των ψηφιακών μας '10s, όπως λ.χ. έπραξαν οι Εκατό Μικρές Ανάσες για τα μεταιχμιακά '00s. Για λόγους που μόνο οι ίδιοι οι δημιουργοί μπορούν να εντοπίσουν, αυτό δεν συμβαίνει: η πόλη εν τέλει τους διαφεύγει, αντανακλάται στη Βαβέλ σαν να την ατενίζουν από ψηλά και όχι λαχανιάζοντας στους δρόμους της, «νικημένοι από έναν καφέ και μια ασπιρίνη». Κάτι τέτοιο υποστηρίζει μάλιστα (άθελά του) και το εξώφυλλο, όπου η Μποφίλιου δεν τοποθετείται εντός του αστικού τοπίου, μα αναδύεται από εκείνο σαν υπερβατική Παναγιά Δέσποινα.

Πάντως η αστοχία του εξωφύλλου δεν μεταφράζεται σε αστοχία περιεχομένου. Η Βαβέλ μπορεί να μη διαθέτει τα «μεγάλα» τραγούδια, όμως τηρεί αποστάσεις από όσα φταίνε στο έντεχνο και δεν περπατά. Και προσθέτει στα πεπραγμένα τριών καλλιτεχνών με λόγο ύπαρξης, που συνεχίζουν την πορεία τους. Τώρα, αν ορισμένοι επιθυμούν να τους δουν ως Σωτήρες του εντέχνου ή ψοφάνε να τους καταρρακώσουν, φθονώντας το στάτους που απολαμβάνουν, τι να κάνουμε, έχουν θέματα να λύσουν οι άνθρωποι.    

{youtube}tqawF7vkkBg{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured