Πίσω στο 2010, είχε κυκλοφορήσει στους κινηματογράφους η ταινία του Στράτου Τζίτζη 45 τ.μ. Το μικρό σπίτι βρισκόταν κάπου στην οδό Αχαρνών και αποτελούσε περίπου το λίκνο της ελευθερίας για τη νεαρή πρωταγωνίστρια (Έφη Λογγίνου), το οποίο και προσπαθούσε να συντηρήσει με τις χίλιες δυσκολίες που συνεπάγεται κάτι τέτοιο στη σύγχρονη Ελλάδα. Τότε μιλούσαμε, αν θυμάστε, για τη «γενιά των 700 ευρώ».
Από τότε μέχρι σήμερα, μαζί με τα ευρώ του βασικού μισθού, έχουν λιγοστέψει φαίνεται και τα τετραγωνικά. 38 τα βγάζει ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης, τα τοποθετεί κάπου στα Ιλίσια, στην πλαγιά του Υμηττού, και μάλιστα τα μεταφέρει και στο εξώφυλλο, στη φιλοτεχνημένη από τη Μαρίτα Νιάκαρου κάτοψη. Οι δυσκολίες εντωμεταξύ παρέμειναν σταθερά πολλές και, για να συντηρήσει έστω τα λίγα αυτά τετραγωνικά, ο ταλαίπωρος ένοικος φτάνει στο αμήν: «Γέρασα πριν απ’ τα τριάντα μονάχα για τα προς το ζην», μας τραγουδάει, χωρίς πάντως η φωνή να βγάζει παράπονο, αλλά περισσότερο ένα εύλογο άι σιχτίρ.
Μας μιλάει λοιπόν ο Εμμανουηλίδης για όλη τούτη τη, γνωστή σε όλους μας, πραγματικότητα. Δεν κακομοιριάζει όμως. Δεν γράφει, άλλωστε, έναν δίσκο «για την κρίση», αλλά φροντίζει εγκαίρως να αναγνωρίσει το προφανές: ότι δηλαδή εκτός από την κρίση (πολλές φορές και σε πείσμα της) υπάρχει και η ζωή, με όλα τα σημαντικά και τα ασήμαντά της. Εξ ου και δεν ονειρεύεται παλάτια ή παραδείσους που δεν υπήρξαν και δεν θα υπάρξουν ποτέ· του φτάνουν μια χαρά τα 38 τ.μ., αφού καταφέρνει εκεί μέσα να στεγάσει –μαζί με τον εαυτό του και την κιθάρα του– τις φιλίες, τους έρωτες, τον «μέσα» και τον «έξω» του Θεό, τις σκέψεις ή τα όνειρά του, ακόμα και ένα οικιακό στούντιο ηχογράφησης, στο οποίο γράφτηκαν τα προσχέδια του δίσκου.
Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον Εμμανουηλίδη ως έναν τραγουδοποιό του καθημερινού. Με μια διττή σημασία, την οποία δεν καταφέρνει να αποφύγει. Είναι καταρχάς καθημερινός με την έννοια της απλότητας και της αμεσότητας της γραφής –μουσικής και στιχουργικής· δεν προσβλέπει σε μεγάλες αφηγήσεις, ούτε έλκεται από φανταχτερές ψυχογραφίες απλώς και μόνο για να επικυρώσει μια αόριστη καλλιτεχνική υπεροψία (ακόμα κι όταν του ξεφεύγει μια δόση λυρισμού παραπάνω). Γίνεται όμως ταυτόχρονα και λιγάκι τετριμμένος, κυρίως όσο αφορά τον τρόπο με τον οποίον διαχειρίζεται τις εντάσεις μέσα στα τραγούδια του ή την επιμονή του σε σχετικά στατικά μοτίβα, που έχουν κομματάκι πλαδαρέψει από την πολυχρησία. Δύσκολα μπορεί να σε εκπλήξει η ροή του δίσκου, άπαξ και μπεις στη λογική του.
Πρόκειται πάντως για έναν καλοδουλεμένο δίσκο, που δεν στερείται όμορφων τραγουδιών (π.χ. τα “Μια Γωνιά Του Κόσμου”, “Τα Προς Το Ζην” ή “Πελάτης”), έξυπνων στιχουργικών ιδεών (π.χ. στον “Ιλισσό”, το ποτάμι συνεχίζει να ρέει υπογείως, παρά τους τόνους μπετόν τους οποίους φέρει από πάνω του και την αδιάκοπη δραστηριότητα τόσων ανθρώπων που ζουν μέσα τους), αλλά και καλοζυγισμένων γενικά ενορχηστρώσεων, οι οποίες παίρνουν στα σοβαρά το σοφό αρχαίο ρητό «ουκ εν τω πολλώ το ευ».
Αν κάτι λείπει στα 38 Τ.Μ. είναι μια δόση φαντασίας παραπάνω· ή καλύτερα ένα πνεύμα περιπέτειας, που θα έδινε στην αφήγηση τη γοητεία του απρόβλεπτου, μαζί μ’ ένα κάποιο τρέμολο που θα την απομάκρυνε από την άκαπνη μπαλανταδούρα, στην οποία κάποιες στιγμές ρέπει. Ακόμα κι έτσι, όμως, παραμένει ένα καλό δείγμα γραφής –όχι βέβαια το πρώτο, αλλά ίσως το πιο προσωπικό από τα υπόλοιπα: είναι ο πρώτος, αν δεν απατώμαι, δίσκος του Εμμανουηλίδη στον οποίον αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου την τραγουδιστική ερμηνεία.
{youtube}7bVr6ddcoLI{/youtube}