Ακούω εδώ και αρκετές ημέρες τον καινούργιο δίσκο του Κωστή Μαραβέγια και προσπαθώ να καταλήξω κάπου: σε μια γενική αποτίμηση, σε μια συνολική απάντηση που θα μπορώ να δίνω όταν με ρωτούν πώς μου φάνηκε. Κάτι μου φταίει, είναι σαφές. Κάτι με «ενοχλεί». Και πολύ φοβάμαι ότι παλαιότερα ίσως και να με ικανοποιούσε η προσπάθεια. Σήμερα, όμως, δηλώνω απογοητευμένος από τη συγκεκριμένη εργασία του τραγουδοποιού, γράφοντας αυτές τις γραμμές. Και δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι ευθύνεται εκείνος, στον βαθμό που με έχει απογοητεύσει. Ίσως δηλαδή να έχω αλλάξει εγώ σαν ακροατής. Ίσως να έχω και υψηλές απαιτήσεις, χωρίς όμως να μπορώ και να εντοπίσω εκείνο που τις γέννησε.
Βασικό ζήτημα σχετικά με το Κατάστρωμα είναι μια αίσθηση ευκολίας και ελαφρότητας που λαμβάνω ακούγοντάς το. Πιο συγκεκριμένα, δεν μπορώ να πιστέψω ότι ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης σαν τον Μαραβέγια «παιδεύτηκε» ιδιαίτερα για να γράψει αυτά τα τραγούδια. Και πώς θα μπορούσε όμως να είναι διαφορετικά, όταν όλες οι μελωδικές γραμμές και όλες οι αρμονικές αλληλουχίες είναι χιλιοακουσμένες και χιλιοχρησιμοποιημένες; Για να μην αναφερθώ και στη στιχουργία, η οποία ενισχύει ακόμα περισσότερο την πεποίθησή μου ή στην ενορχήστρωση. Θα μου πείτε ότι οι «πεπατημένες» –τόσο σε επίπεδο μουσικής, όσο και σε επίπεδο στίχου– δεν εμπόδισαν κατά το παρελθόν τον Μαραβέγια (και όχι μόνο τον Μαραβέγια) να γράψει επιτυχημένα τραγούδια, τραγούδια που αγαπήθηκαν από τον κόσμο. Τι έχει συμβεί τώρα;
Το Κατάστρωμα, στο μεγαλύτερο μέρος του, θα μπορούσε να είναι το soundtrack κάποιας παλιάς ελληνικής ταινίας του Γιάννη Δαλιανίδη, τύπου Γοργόνες Και Μάγκες ή Μένουμε Πάντα Παιδιά, με τον ήχο της λατέρνας να κυριαρχεί και να χαρακτηρίζει το είδος και τη στόχευσή της. Τραγούδια ανάλαφρα, γραμμένα στα γρήγορα, τα οποία εξυπηρετούν τις ανάγκες μιας εικονικής πραγματικότητας (εκείνη της ταινίας), δίχως έντονο καλλιτεχνικό πρόταγμα· μόνο και μόνο για να περάσουμε ευχάριστα την ώρα μας. Μετά το τέλος της ταινίας, όμως, πόσα από αυτά παραμένουν «ζωντανά»; Πόσα έχουν αυτονομία και υπόσταση;
Προσπαθώντας μάλιστα να ενσωματώσει σε αυτό το γενικό διασκεδαστικό κλίμα του δίσκου και δύο πιο ιδεολογικές στιγμές ("Komasusu" και "Η Παρεξήγηση Του Φάουστ"), ο τραγουδοποιός κατάφερε να τις αποδυναμώσει τόσο, ώστε να περνούν τελικά απαρατήρητες στον επιπόλαιο, μη προσεκτικό ακροατή. Ειδικά στο πρώτο, τα «πωπωπω» και τα «απαπα» των κουπλέ σε κάνουν να μη δίνεις σημασία στα λόγια μιας πολιτικής θέσης. Η "Παρεξήγηση του Φάουστ", από την άλλη (που μελωδικά «πατάει» ξεκάθαρα πάνω στο "Καίγομαι-Καίγομαι" των Σταύρου Ξαρχάκου & Νίκου Γκάτσου), είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του δίσκου, ακριβώς επειδή είναι και το πιο αταίριαστο.
Σε γενικές γραμμές, η αίσθηση που αφήνει το Κατάστρωμα δεν είναι αρνητική: ταιριάζει με την εποχή κατά την οποία κυκλοφορεί και πιθανώς να ακουστεί και σε μερικά καταστρώματα, στον δρόμο για τις διακοπές. Όμως, αν με ρωτάτε, δύσκολα θα αφήσει κάτι στην ποιητική μνήμη του κοινού και ακόμα πιο δύσκολα θα «παίξει» στα καταστρώματα της επιστροφής από τις διακοπές.
Θα αναρωτηθείτε δικαίως: πόσο κακό είναι αυτό; Κακό δεν είναι. Αλλά, για μένα προσωπικά, ό,τι δεν είναι κακό δεν είναι και καλό. Και ένα από τα χειρότερα πράγματα που χαρακτηρίζουν το ελληνικό τραγούδι και τα «στελέχη» του, είναι η επανάληψη του εαυτού τους. Το σιγουράκι. Για πολλούς λόγους, μα και για έναν επιπρόσθετο: σε ετούτες τις δύσκολες εποχές είναι μεγάλο το ρίσκο της άδειας κερκίδας. Και αυτό είναι σεβαστό, αλλά όχι πάντοτε αποδεκτό.
{youtube}oPS4H6Lexek{/youtube}