Το καλοκαίρι στη χώρα μας είναι μια πολυσύνθετη ιστορία, η οποία υπερβαίνει τα εποχικά γνωρίσματα (λιακάδες, κοντά ρούχα, θαλασσινά μπάνια, καρπούζια, παγωτά κ.ά.) και λαμβάνει χαρακτήρα νοητικής κατάστασης.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι για τον ψυχισμό πολλών Ελλήνων εξακολουθεί να αποτελεί το «τέλος» της εκάστοτε χρονιάς, άρα και την περίοδο στην οποία γίνονται γάμοι, προσωπικοί απολογισμοί και ανασκουμπώματα, ενόψει μιας νέας «σαιζόν». Διάβολε, ακόμα και η Βουλή το χρησιμοποιεί ενίοτε, για να περνάει διάφορα –διόλου αδιάφορα. Όλα τούτα δεν εξηγούνται μόνο αταβιστικά, ως μια αέναη δηλαδή παραπομπή στο πώς κυλούσε ο σχολικός χρόνος, ούτε αποτελούν ένδειξη μιας νοοτροπίας τύπου μένουμε-πάντα-παιδιά, σαν την παρέα από το Ραντεβού Στον Αέρα του Δαλιανίδη.
Τραγούδια για το καλοκαίρι υπάρχουν τώρα πολλά (έχει γράψει μάλιστα και ο ίδιος ο Δημήτρης Βεριώνης ένα, το "Μαγεμένο Καλοκαίρι", που το λέει ωραιότατα ο Δάκης), αλλά δίσκοι-concept γύρω από αυτό, σπανίζουν. Και είναι ένας δίσκος φιλόδοξος το Καλοκαίρι Του Άχυρου: διπλός, με 24 κομμάτια, «εντοιχισμένος» σε ένα 40σέλιδο έγχρωμο βιβλίο, φαίνεται βγαλμένος από μια διαφορετική εποχή, προ Κρίσης, προ ίντερνετ μη σας πω, όταν η δισκογραφία ήταν ακόμα κραταιά(-ότατη) και άγνωστοι στο ευρύ κοινό καλλιτέχνες μπορούσαν να λειτουργούν με εκείνο το audaces fortuna iuvat των Ρωμαίων δίχως να φαίνεται ότι αυτοκτονούν θεαματικά. Όμως το Καλοκαίρι Του Άχυρου κρίνεται ως φιλόδοξο (και) γιατί επιθυμεί να βουτήξει βαθιά στα βιώματα του δημιουργού του, στις μνήμες που χάραξαν οι διηγήσεις άλλων (κοντινών του) ανθρώπων, ακόμα και σε βιβλία τα οποία δέθηκαν ανεξίτηλα με τη φάση «καλοκαίρι».
Εν πολλοίς, πρόκειται για ένα οδοιπορικό. Και το γεγονός ότι το αρχίζεις και το τελειώνεις χωρίς να σκεφτείς να εγκαταλείψεις τον Βεριώνη κάπου στη διαδρομή, είναι ο πιο αδιάψευστος μάρτυρας για την αξία της δουλειάς του. Ο ευαίσθητος μα άγουρος Αθηναίος τραγουδοποιός του Το Πιο Όμορφο Παράθυρο Της Πόλης (2006), ο οποίος κατέκτησε την άνεση να γράφει κάπως ρετρό μα νόστιμα, στρογγυλά τραγούδια στο Κάτω Απ' Το Ίδιο Φεγγάρι (2012), δείχνει εδώ ένα μεγαλύτερο δημιουργικό βεληνεκές. Αλλά και τη σύνεση να μην παριστάνει τον άνθρωπο-ορχήστρα (όπως πολλοί τραγουδοποιοί), εμπλέκοντας/εμπιστευόμενος τους συνεργάτες του σε παραγωγή και ενορχηστρώσεις. Οι τελευταίες αποτελούν κρίσιμο τομέα, γιατί εξασφαλίζουν την ενότητα σε ένα σύνολο με τόσο μεγάλη διάρκεια, μαζί βέβαια με τα παιξίματα των συμμετεχόντων μουσικών. Αξίζει λοιπόν μια ιδιαίτερη μνεία στο βιολί του Φώτη Σιώτα, στα τύμπανα του Πάνου Τόλιου, αλλά και στις ηλεκτρικές κιθάρες του Χρήστου Ηλιόπουλου και στα πλήκτρα του Στέλιου Καρασταμάτη.
Όχι ότι δεν υπάρχουν ενστάσεις· προσωπικά, ας πούμε, δεν έχω και λίγες.
Ο Βεριώνης έχει μια φωνή με μικρές δυνατότητες. Είναι βέβαια εκφραστικός, όμως φωνάζει στο "Μια Βιολέτα Στη Σελήνη", ενώ σε άλλες περιστάσεις ρέπει προς το «γλυκίζειν», κάτι που εύκολα μπορεί να παρεκτραπεί προς το κλαψουρίζειν, όπως συμβαίνει λ.χ. στο "Πονάει Εδώ". Αντίστοιχα, η ενατένισή του ολισθαίνει συχνά στη μελαγχολονοσταλγία. Ο τραγουδοποιός δείχνει δηλαδή να έχει περισσότερα να διηγηθεί για το '76 και το '88, μα τίποτα για τα '00s ή τα '10s: όσα σημεία φέρουν τέτοιες ημερομηνίες, συνήθως «δακρύζουν» για τα περασμένα, με διάθεση συνταξιοδοτική, που δεν έχει να συνεισφέρει κάτι στο concept της μνήμης –η οποία χτίζεται άλλωστε σε κάθε ηλικία, δεν αποτελεί προνόμιο της νεότητας. Κάπου νιώθεις έτσι να αναδύεται ένας λυγμός για τα λεπτόκορμα, καρηκομόωντα αγόρια, που (πιθανότατα) έχουν τώρα πια πλευρίσει στη μέση ηλικία, κόβουν το μαλλί κοντό και δεν μπαίνουν με τίποτα στα μαύρα εκείνα μαγιό των συνοδευτικών της έκδοσης φωτογραφιών. Το ευήλιο φινάλε του "Πού Πήγαν Όλα Αυτά" ίσως εν τέλει να τον ξορκίζει αυτόν τον λυγμό, εντούτοις η παρουσία του γίνεται αισθητή.
Υπάρχουν κι άλλες αντιρρήσεις, μα δεν θέλω να επιμείνω, αποπροσανατολίζοντας τη συζήτηση ως προς την αξία του δίσκου. Γιατί μπορείς πραγματικά να παραβλέψεις πολλά, από τη στιγμή που σου μένουν τόσα καλοφτιαγμένα τραγούδια. Δεν νομίζω ας πούμε να έχει γράψει κανείς τα τελευταία (κάμποσα) χρόνια ένα τόσο συγκινητικό tribute στην ιστορία αγάπης των γονιών του, σαν αυτό που ακούμε στο "Η Δική Μας Ρώμη". Ούτε κι έχω βρει πολλούς να αναφέρονται ηχητικά στα χρυσά έτη του ελληνικού rock, δίχως να ακούγονται γραφικοί. Ο Βεριώνης αποδεικνύεται δηλαδή εξίσου πειστικός κι όταν αφήνει παράμερα τις όμορφες μπαλάντες τύπου "Spike & Toni" για να γκαζώσει τις κιθάρες, τραγουδώντας για τον Μανώλη και την Ειρήνη, χώνοντας ένα σούπερ spoken word στον ροκ σκελετό του "Μια Άλλη Αθήνα", μιλώντας για τον Αλέκο και τον Διομήδη με εσένα να αισθάνεσαι ότι, ναι, μπορεί κάπου να πεταχτεί και ο Rob Halford ως guest-έκπληξη.
Παρά λοιπόν τα όσα έχρηζαν βελτίωσης ή μιας διαφορετικής αντιμετώπισης, το Καλοκαίρι Του Άχυρου είναι μια δουλειά που αξίζει την προσοχή όσων παρακολουθούν το εγχώριο ρεπερτόριο δίχως σκόντο στις απαιτήσεις τους. Πρόκειται για έναν δίσκο που, στα πετυχημένα του τραγούδια, έχει τη «γεύση» του Θησαυρού της Βαγίας, κλείνοντας μέσα τους ένα κομμάτι του τι σήμαινε να είσαι νέος στην Ελλάδα της πρώτης 15ετίας μετά τη Μεταπολίτευση. Κι αυτό για κάποιους εκεί έξω μπορεί να σημαίνει πολλά.
{youtube}H9wxeSbIGNI{/youtube}