Δεν υπάρχουν εκεί έξω πολλοί δίσκοι που θα σε βάλουν να σκεφτείς ποιος ήσουν, ποιος είσαι, και κατά πόσο συνάδεις με εκείνο που ονειρεύτηκες όταν το Μέλλον φαινόταν ως το φαρδύτερο χωράφι του κόσμου κι ένιωθες τον Χρόνο με το μέρος σου. Είναι έτσι μια κατάθεση πολύτιμη η Καλλιθέα του Φοίβου Δεληβοριά. Θα ήθελα όμως να είναι κι ένας δίσκος σπουδαιότερος σε ολικό εκτόπισμα. Όχι καλύτερος· σπουδαιότερος.
Ξετυλίγοντας ξανά τον δημιουργό Δεληβοριά, βρίσκω ότι πρέπει να προσέξω το «κενό» μεταξύ του Αόρατου Ανθρώπου (2010) και της Καλλιθέας. Ο τραγουδοποιός που τότε έδειχνε να ατενίζει προς το αύριο, φαίνεται τώρα να έχει αποσυρθεί σε μια ζώνη ασφαλείας, χαμένος στο πατάρι με τις αναμνήσεις. Ξαναθυμάται τα επικά καλάθια του Γκάλη, τον Ιππότη της Ασφάλτου, το Space Invaders, τους διαρκείς τσακωμούς για τον Morrissey με κάποιον έρωτα καιρό πριν, τον Ραλφ Μάτσιο να κάνει την κίνηση του πελαργού. Αναρωτήθηκε βέβαια και για την εξωρραϊστική «αλήθεια» της μνήμης, συγκρίνοντας το χθες με το σήμερα: η Καλλιθέα βούλιαξε, όπως και πολλές ακόμα αθηναϊκές γειτονιές, τον περιπτερά διαφορετικό τον θυμόταν και τον βρήκε Χρυσαυγίτη, η γενιά του γι' αλλού κίνησε, μα στέκει τώρα αποκαρδιωμένη και αποπροσανατολισμένη.
Κάνει ωστόσο λάθος, θεωρώ, όποιος περπατήσει σε αυτό το μονοπάτι.
Αφενός, γιατί η ανανεωτική κληρονομιά του Αόρατου Ανθρώπου δεν έχει χαθεί. Η Καλλιθέα συνεχίζει τα βήματά του, όντας δίσκος ενδιαφέρων και μουσικά, όχι μόνο στιχουργικά. Ακόμα και με τα στάνταρ της εποχής, όπου οι περισσότεροι πια βγάζουν καλά άλμπουμ σε τεχνικό επίπεδο, έχει γίνει εδώ μια καταπληκτική δουλειά ως προς τον ήχο, την παραγωγή και τις ενορχηστρώσεις, έχουν συμμετάσχει εξαιρετικοί οργανοπαίχτες (και «ακούγονται»), ο Χρήστος Λαϊνάς έκανε μικρά θαύματα –πότε με ένα mellotron π.χ., πότε με μια φυσική φαρφίσα– ενώ και η Inner Ear φρόντισε για μια πολύ όμορφη έκδοση, που σε «καλεί» να την αποκτήσεις σε CD.
Αφετέρου, γιατί ο Δεληβοριάς, όπως και κάθε καλλιτέχνης, πρέπει να κριθεί με βάση αυτό που εκείνος ήθελε να κάνει στη δεδομένη περίσταση. Όχι με βάση το τι επιθυμούσα ίσως εγώ και η τάδε μερίδα του κοινού (του) ή με μια έννοια γραμμικής «εξέλιξης» προς τη διαρκή πρωτοπορία, στην οποία δεν υπάκουσε ποτέ κανείς σπουδαίος καλλιτέχνης με διάρκεια δεκαετιών. Μπορούμε αν θέλετε να συζητήσουμε ζητήματα όπως το «μα, κατά μία έννοια πάντα για την Καλλιθέα δεν έγραφε;» –όπως επεσήμανε σε κουβέντα μας ένας φίλος και συνάδελφος– ή το κατά πόσο έχουμε εδώ έναν δίσκο «κλειδωμένο» στους +/-40άρηδες, ο οποίος δεν θα μπορέσει να επικοινωνήσει στους 20άρηδες ούτε τις εικόνες του, ούτε εν τέλει και το μήνυμά του. Πλέον όμως θα συζητάμε κάτι γενικότερο περί τραγουδοποιίας, όχι τον ίδιο τον δίσκο.
Ο ίδιος ο δίσκος, επιτυγχάνει στον στόχο του. Ο Δεληβοριάς αναπλάθει την Καλλιθέα των παιδικών και εφηβικών του χρόνων σε ένα παναθηναϊκό, παναττικό, παμπειραιωτικό, σε κάποιον βαθμό και πανελλήνιο «προάστειο», τους καθημερινούς ρυθμούς του οποίου μπορεί να παρακολουθήσει εύκολα όποιος έζησε από πρώτο χέρι εκείνα τα χρόνια. Το άλμπουμ είναι γεμάτο με συναρπαστικές μικρές λεπτομέρειες και διηγήσεις, διαθέτει χιούμορ, γίνεται νοσταλγικό όταν πρέπει (μα ποτέ μελό) και πετυχαίνει να σε κρατάει προσκολλημένο στην ακρόαση με την ευφυία του, ακόμα και στις στιγμές που νιώθεις να θαμπώνει το αρμονικό συνταίριασμα μελωδίας, στίχων, ερμηνειών.
Όμως στο δικό μου μυαλό γίνεται σαφές ότι οι "Άγιοι Πάντες" οριοθετούν μια περιοχή μέσα στην Καλλιθέα όπου η επικοινωνία κάνει παράσιτα. Σιγομουρμουράω το δροσερό ποπ ρεφρέν του "Πού Να Είσαι Τώρα Εσύ", αλλά κάπου δεν έχει πετύχει και τόσο η συγκόλληση μουσικής και στίχων στο υπόλοιπο τραγούδι –σαν να διάγουν βίους παράλληλους. Οι μπλιμπλικωτές εμμονές του Λαϊνά χαντάκωσαν τα "Κορίτσια Από Άλλα Προάστια", ενώ στο "Διονύσιος Φοίβος" σημειώνεται ολοκληρωτική απώλεια επαφής για κάτι παραπάνω από 5 λεπτά: δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω τη φανταστική ιστορία του απέθαντου αοιδού και τη διασύνδεσή της με τη θέση της διάχυτης (στην Αθήνα) ελληνικής αρχαιότητας, στο όλο concept της Καλλιθέας. Τη δε "Κική Κάθε Βράδυ" δεν θα τη βάλω ποτέ να την ακούσω στη revisited εκδοχή της, κι ας χαμογέλασα με τη ντυλανική αναφορά. Μόνο στο ήσυχο, ενδοσκοπικό, συμφιλιωμένο με τη σκληρότητα της ζωής "Θα Σε Ξαναδώ" ξαναβρήκα τον δίσκο που ξεκίνησα ν' ακούω. Έστω κι αν εδώ ενέχει ο κίνδυνος μιας σοβαρής υποκειμενικότητας, αφού μοιράζομαι κι εγώ, στον βαθμό που μου αναλογεί, τη μνήμη του χαμένου φίλου Νίκου Ράλλη.
Από αυτή λοιπόν την άποψη, η Καλλιθέα έχασε την ευκαιρία να αποτελέσει σύνολο, γυρίζοντάς μας σε εποχές που ο Δεληβοριάς εστίαζε στα τραγούδια και όχι στους δίσκους. Αλλά και πάλι, το πρώτο της μισό φτάνει και περισσεύει για να την κατατάξει πιο πάνω από τους «πολύ καλούς δίσκους» που ακούμε στα τελευταία 10-15 χρόνια. Ο "Μπάσταρδος Γιος" αστράφτει σαν πολύτιμος λίθος, φτιαγμένος από τα υλικά που έχουν χτίσει στο παρελθόν και άλλα σπουδαία κομμάτια του δεληβόρειου corpus· ο "Ξένος" ελληνοποιεί επιτυχώς μια αίσθηση «σκονισμένης», βαθιάς Αμερικής (καταλυτική η συνδρομή του Γιάννη Χουστουλάκη των Dustbowl στην pedal steel κιθάρα)· το "Κουνελάκι" είναι μια αβίαστα όμορφη ωδή στην πατρότητα· οι "Knight Riders" χρησιμοποιούν τον λατρεμένο ΚΙΤ ως όχημα για να διανύσεις κι εσύ τις αποστάσεις μιας παλιάς, ξεφτισμένης φιλίας –με τη δέουσα συγκίνηση για τα διαστημόπλοια που κάποτε μοιραστήκατε, μα και με τον πικρό ρεαλισμό των δυο/τριών κουβέντων που ανταλλάξατε τώρα, «σε κάποια βάφτιση», όπου μάλλον δεν είχαν μόνο τα κουφέτα «γεύση παράξενη».
Και πάνω απ' όλα, η "Ερημιά Στην Καλλιθέα" φέρνει στο πλάνο μας το επείγον τώρα, μαζί και κάτι από τον ζόφο των τελευταίων ετών. Προσδένοντας το –αμείλικτο, τελικά– ερώτημα «τι ζητάς στην Καλλιθέα;» στο άρμα του αποσπάσματος από τον Ευριπίδη, που, διόλου τυχαία, προλογίζει τον δίσκο: «Τριών δε μοιρών η εν μέσω σώζει πόλεις, κόσμον φυλάτουσ' όντιν αν τάξη πόλις». Δεν έχει πια σημασία αν μέσα σας κλαίει όντως ο Σταλόνε, ο Γαρδέλης ή αν τη θέση τους παίρνουν τα ορόσημα μιας επόμενης γενιάς. Σε μια Ελλάδα έτοιμη ξανά να συζητήσει με βίαιο πάθος τα ταξικά, πολιτικο-κοινωνικά της θέματα, στην οποία 20άρηδες, 30άρηδες, 40άρηδες θα πάμε όλοι μαζί σε έναν μήνα να δούμε τι απέγιναν οι Τζεντάι και ο Χαν Σόλο, ίσως δεν υπάρχει πιο επίκαιρο τραγούδι ν' ακούσετε.
{youtube}mMJ93q6jZpc{/youtube}