Είναι οι αρραγείς δεσμοί φιλίας μεταξύ των Μπάμπη Τζανιδάκη (φωνή/κιθάρα), Χάρη Γερουλάκη (μπάσο) & Αντώνη Ασπρόπουλου (κρουστά) που κρατούν τους Έμμονο Γκρίζο σε δημιουργική τροχιά μια δεκαετία μετά τη δημιουργία τους, στο πλαίσιο της χρόνια τώρα παραπαίουσας ελληνόφωνης ροκ σκηνής. Στο 4ο δισκογραφικό τους βήμα μπορεί κανείς να διακρίνει πολλαπλές –συνήθως απολαυστικές– αναφορές στο αμερικάνικο εναλλακτικό ροκ, μέσα από το πρίσμα της παρακαταθήκης μεγάλων εγχώριων συγκροτημάτων του όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος.
Ιχνηλατώντας με κριτική ματιά στο διάβα των 11 τραγουδιών του άλμπουμ με τον πιο πιστό στo κατά Σιδηρά Παρθένο ευαγγέλιο (sic) τίτλο που έχει συναντήσει τελευταία ο υποφαινόμενος, γίνεται αμέσως αντιληπτό το απαρασάλευτο σκοτάδι που διαπερνάει το δημιουργικό σκέλος. Το περιβόητο Θηρίο, σαν παραβολή τόσο με προσωπικές όσο και κοινωνικές προεκτάσεις ή/και ως σημάδι των καιρών, συνοδεύεται αναλόγως από τον πιο σκληρό και βαρύ ήχο που έχει μέχρι τούδε παράγει η μπάντα.
Με ένα σθεναρά αδιάσπαστο ρυθμικό μέρος, με όγκο και εκτόπισμα πάνω στο οποίο στηρίζονται κιθαριστικές διαδρομές με ορμή και ενέργεια, διαμορφώνεται ένα χορταστικό και αιχμηρό ηχητικό πεδίο –κάτι που αποτελεί και το ισχυρό χαρτί του τρίο. Στα συν σαφώς συνυπολογίζεται και η μεστή παραγωγή, η οποία προσδίδει την απαραίτητη στιβαρότητα και διαύγεια και ενίοτε τοποθετεί τα φωνητικά σε δεύτερo πλάνο, μιξάροντάς τα πιο πίσω από ό,τι συνηθίζεται στο mainstream των ημερών μας. Δίνοντας έτσι την αίσθηση ενός πιο καθαρόαιμου alt-rock ηχότοπου.
Όσον αφορά τώρα την αμεσότητα που προσφέρει η χρήση του ελληνικού στίχου, αποδεικνύεται νόμισμα με δύο όψεις. Εκφραστικά, η απόδοση των στίχων στη μητρική γλώσσα παρουσιάζει συχνά-πυκνά αδυναμίες προσκείμενες σε μετεφηβικές αγωνίες και σε «έντεχνες» γλωσσικές ωραιοποιήσεις, οι οποίες αποδυναμώνουν το σύνολο ακόμα και αν επιτρέπονται ποιητική αδεία. Κάτι που εύκολα θα αποφευγόταν με τη χρήση της αγγλικής γλώσσας, όπως και εμπράκτως συμβαίνει στο "Hive". Κάτι τέτοιο πάντως επουδενί σημαίνει πως ο ελληνικός στίχος είναι παράταιρος εδώ –διαμορφώνεται, για του λόγου το αληθές, μια ευχάριστα ιδιόμορφη ακροαστική εμπειρία με το να ακούς τον Τζανιδάκη, ως άλλο James Hetfield, να τραγουδάει στο "Παρεστιγμένο" «περιμένω στις στάχτες μου για να αγγίξω την ψυχή μου».
Οι αναφορές δίνουν και παίρνουν, καθ'όλη τη διάρκεια του άλμπουμ: παρελαύνει εδώ το σύνολο του ανφάν-γκατέ της 1990s alternative/hard rock σχολής και όχι μόνο. Έτσι, υπάρχει έντονη η αίσθηση του οικείου, γεγονός που μπορεί να αποσπά την προσοχή ανά διαστήματα, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί βάλσαμο για όσους οπαδούς του είδους αναζητούν το ημεδαπές φιξάρισμά τους. Ένα είδος ένοχης απόλαυσης ακόμα και για έναν μουσικοκριτικό (βλέπε λ.χ. το "Γλυκιά Μου Θλίψη"), που όμως επιβάλλεται να κατατάξει το γεγονός στις ακράδαντες αδυναμίες του δίσκου, προτρέποντας το γκρουπ να ανακαλύψει και να διαμορφώσει έναν πιο προσωπικό και «δικό του» ήχο, σε πιο αδιάλλακτα σταχτί αποχρώσεις.
Δίσκος λοιπόν που στέκεται με περίσσια άνεση μεταξύ των πολλών κυκλοφοριών του είδους, το Στα 'Ιχνη Του Θηρίου φλερτάρει διαρκώς με το κάτι παραπάνω, αλλά η έντονη αίσθηση déjà vu που το διαπερνάει και οι διάφορες στιχουργικές αστοχίες δεν το αφήνουν τελικά να αναρριχηθεί περισσότερο στη βαθμολογική κλίμακα. Παραμένει πάντως, ως έχει, ένα εμφανώς θετικό βήμα εξέλιξης στην αδιασάλευτα ανοδική πορεία της μπάντας, από το 2004 έως και σήμερα.
{youtube}AwjdHrigbWo{/youtube}