Υπάρχουν λογιών-λογιών πρώτοι δίσκοι. Υπάρχουν αυτοί που εκρήγνυνται μπροστά στ’ αυτιά σου, σαν πεπιεσμένη ενέργεια η οποία βρήκε ξαφνικά διέξοδο· άλλοι που τους αντιμετωπίζεις συγκαταβατικά, αναγνωρίζοντας την προσπάθεια, μα πέραν τούτης ουδέν· κάποιοι που ακούγονται σαν κακοβαλμένες ρεπλίκες παλαιών ηρώων· ή εκείνοι που είναι μεν καλοί δίσκοι, σημειώνεις όμως και κάμποσους αστερίσκους –σαν να μετράνε περισσότερο ως ένα δυνητικό μέλλον, παρά ως υπαρκτό παρόν.  

Θα κατέτασσα το Quasiland στην τελευταία κατηγορία. Γιατί, αν και απείχαν από το να με ενθουσιάσουν, αναγνώρισα από την αρχή τους Cave Children ως μια μπάντα που γνωρίζει καλά τα μονοπάτια στα οποία επιλέγει να κινηθεί, χειριζόμενη αρκετά επιδέξια αυτή την τραγουδιστική ψυχεδέλεια με τις μπόλικες συνδηλώσεις της –από τους Beatles και τους Cream, μέχρι τους Flaming Lips και τους Tame Impala. Αλλά και ως μια μπάντα που ξέρει να γίνεται ηλιόλουστη και μελένια, ξέρει όμως και να τραβάει προς progressive μεριά όποτε κάτι τέτοιο κρίνεται απαραίτητο. 

Στην πορεία εντούτοις τα πράγματα κάπως ξεθωριάζουν: η δυναμική του δίσκου φάνηκε να ελαττώνεται όσο τα περάσματά μου σε αυτόν αυξάνονταν αριθμητικά. Δηλαδή καλό και χρυσό το Quasiland, αλλά μοιάζει ανήμπορο να επανεφεύρει τον εαυτό του, να σε κάνει να το κοιτάξεις από μια δεύτερη, τρίτη οπτική γωνία. Ίσως γιατί οι όποιες τάσεις εκτροπής ή παρέκκλισης από την κεντρική συλλογιστική δεν αφήνονται να τραβήξουν τον δρόμο τους, επηρεάζοντας ουσιωδώς τη μουσικοτροπία της μπάντας. Ίσως γιατί ετούτη η κεντρική συλλογιστική παραμένει αρκετά «ορθοκανονική», φτιάχνοντας έτσι κανόνες και τεχνάσματα που ακολουθούνται μετ’ επιτάσεως· ίσως πάλι γιατί κι αυτός ο τρόπος που οι Cave Children χρησιμοποιούν τις επιρροές τους ναι μεν τους απαλλάσσει από την κατηγορία της κλεπταποδοχής, δείχνει όμως ότι οι τελευταίες δεν έχουν ακόμα ενσωματωθεί στον βαθμό που θα αποτελούν πλέον αφετηρία προσωπικού λόγου –και όχι μόνο ένα άπιαστο ιδανικό.

Μένουν λοιπόν σ’ αυτό το «ναι μεν, αλλά» οι Cave Children. Γίνονται ωστόσο κατανοητοί οι λόγοι για τους οποίους η Inner Ear τους έδωσε βήμα με μόλις 2 χρόνια προϋπηρεσία. Και, υπό μια τέτοια έννοια, είναι ακόμα αρκετά νωρίς (άρα και κομματάκι άδικο) να τους ζητάμε τον ουρανό με τ’ άστρα. Ίσως δηλαδή να αρκεί που διαπιστώνεται ότι το Quasiland έχει τις στιγμές του, αυτές που και στο παρόν δίνουν έξυπνα τραγούδια και στο μέλλον μπορούν να γονιμοποιήσουν καταστάσεις. Σημειώστε εδώ τα “Pelorian”, “Pillowfingers” ή το “Metaphor” (κυρίως για το τελείωμά του). 

Το πρόσημο επομένως παραμένει θετικό, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο δεν φτάνει για να δώσει το έναυσμα για πανηγυρισμούς. Είπαμε, είναι καλός δίσκος και σίγουρα ο χρόνος που θα επενδυθεί πάνω του δεν θα είναι χαμένος, ιδίως αν είσαστε από όσες και όσες μεταβολίζουν λιγάκι πιο ευχάριστα αυτή την τραγουδιστική νεο-ψυχεδέλεια. Η οποία μόνο κατ’ επίφαση παίρνει βέβαια το πρόθεμα «νέο-», αφού στην ουσία κοιτάει στο παρελθόν πολύ περισσότερο απ’ όσο έχει διάθεση να κοιτάξει στο παρόν.   

{youtube}N5RWQszXrNc{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured