Ακολουθώντας τα ήθη της δισκογραφίας, που θέλουν τις αποστάσεις να μετριούνται σε προσωπικά άλμπουμ, βγαίνουν 7 χρόνια «σιωπής» για την Ελευθερία Αρβανιτάκη από το Και Τα Μάτια Κι Η Καρδιά του 2008 (σε εισαγωγικά βέβαια, γιατί όλο και κάποιο live κυκλοφορούσε, όλο και σε κάποιον δίσκο συναδέλφου την έβρισκες να συμμετέχει). Αλλά τι είδους «επιστροφή» είναι τούτη; 9+1 Ιστορίες;! Τίτλος άλμπουμ είναι τώρα αυτός ή άρθρο-λίστα σε lifestyle ιστοσελίδα; Και τι εξώφυλλο είναι πάλι κι αυτό; Να πω για τους χρωματισμούς ή να πιάσω την όλη σύλληψη; Ακόμα και στο 1985 να βρίσκονταν οι ιθύνοντες του artwork και να διάλεγαν φωτογραφία για τη νέα δουλειά της Δούκισσας, καλύτερα θα τα κατάφερναν...
Αλλά το περιεχόμενο δεν έχει καμία σχέση με τη βιτρίνα. Οι 9+1 Ιστορίες επαναφέρουν τη δημοφιλή τραγουδίστρια στο προσκήνιο με μια αξιοσημείωτη απουσία άγχους και με μία άνεση που μπορεί να διακρίνει μόνο όποιον καλλιτέχνη τα έχει πραγματικά καλά με τον (δημιουργικό) εαυτό του και την πορεία του στον χρόνο.
Η Αρβανιτάκη δεν ψάχνει εδώ να γυρίσει σελίδα στην καριέρα της· δεν ζητάει να κάνει τομές και να εκπλήξει. Ούτε το fast & furious παιχνίδι της εποχής μας θέλει να παίξει –λίγο δράση εκεί δηλαδή, λίγο σασπένς παρακάτω, μια «διαφορετική» ενορχήστρωση εδώ. Χωρίς να ακούει καμία γλυκόλαλα απατηλή νεοπαραδοσιακή Σειρήνα, στρώνει το τραπέζι με όσα παράγει το εύφορο μετερίζι μεταξύ Ανατολής και Δύσης στο οποίο στήριξε την καριέρα της από όταν έφυγε από την Οπισθοδρομική Κομπανία. Κι εσύ σηκώνεσαι από αυτό χορτάτος και χαρούμενος, με την εμπειρία ενός από τους πλέον αξιόλογους δίσκους της φετινής χρονιάς, που όλο και πιο πλούσιος ηχεί ακρόαση την ακρόαση. Αν κάτι πραγματικά τον χαλάει, είναι εκείνο το +1: καταλαβαίνω βέβαια ότι κάπου έπρεπε να χωρέσει και το "J.A.C.E.", το οποίο γράφτηκε για την ομώνυμη ταινία του Μενέλαου Καραμαγγιώλη· ηχεί όμως ξένο και αποπροσανατολιστικό στο εν λόγω τοπίο.
Οι 9+1 Ιστορίες αρθρώνονται ως πολυσυλλεκτικό άλμπουμ, «συνταγή» που έχει ξαναπροτιμήσει η Αρβανιτάκη, με μόνη διαφορά ότι η παρέα των συντελεστών περιέχει τώρα και νέα πρόσωπα, δίπλα στη σταθερότερη στιχουργική παρουσία του Νίκου Μωραΐτη και της Λήδας Ρουμάνη. Ανάμεσα στα τελευταία, κεντρικής σημασίας αναδεικνύεται η παρουσία του Θέμη Καραμουρατίδη. Όχι γιατί γράφει τα 6 από τα 10 τραγούδια, το ζήτημα δεν είναι αριθμητικό. Χωρίς τις αγκυλώσεις που διέκριναν το φιλόδοξο μα νομίζω ατυχές Ποτάμι, ο συνθέτης ξεδιπλώνει εδώ με ενάργεια την πιο Δυτική όψη της δημιουργικής του ιδιοσυγκρασίας, τη δίδυμη αν θέλετε αδελφή εκείνης με την οποία έχτισε το Καινούριο Φιλί με τη Γιώτα Νέγκα. Προσφέροντας έτσι στην Αρβανιτάκη το πλέον κατάλληλο τερέν για να ισορροπήσει την ιδιαιτερότητα της φωνής της κάπου ανάμεσα στο Δυτικό λόγιο τραγούδι και στο εγχώριο λαϊκό. Ευκαιρία που εκμεταλλεύεται στο έπακρο.
Παρέχεται έτσι μια στιβαρή αίσθηση συνοχής (παρατηρήστε π.χ. πόσο εύκολα συνταιριάζει με τα υπόλοιπα το "Καταστροφή Κι Ελπίδα", τυπικό της υπογραφής του Νίκου Πορτοκάλογλου), η οποία, συνδυασμένη με ορισμένες εξαιρετικές στιχουργικές στιγμές, διατηρεί τον πήχη σε ένα επίπεδο όπου δεν μπορούν εύκολα να φτάσουν οι σύγχρονοι έντεχνοι εκφραστές. Τα εύσημα πάνε στη Λήδα Ρουμάνη για το "Πόσα Περάσαμε", το οποίο διαθέτει κάτι από την ερωτική μελαγχολία του παλιού ελαφρού τραγουδιού, καθώς και για την όμορφη αστική μπαλάντα "Κρατήσου Από Μένα" –όπου ντουέτο στην Αρβανιτάκη κάνει ο καλύτερος Βασίλης Παπακωνσταντίνου που έχω ακούσει εδώ και πολλά χρόνια– αλλά και στον Νίκο Μωραΐτη για το "Άτομα": δείγμα της ικανότητάς του να τυλίγει το προσωπικό στο κοινωνικό. Αυτό ας πούμε το
«που από παιδάκια έτοιμοι με ιππότες και με δράκοντες
και με ληστές τα βάζαμε
Πώς στα παιχνίδια σκίζαμε
μα στην αλήθεια χάσαμε»
φέρνει κατά νου, με έναν κάπως απροσδιόριστο τρόπο, τον Γιώργο Θεοτοκά του Λεωνή κι εκείνο το «μετά τελείωσαν τα παιχνίδια και ήρθε ο πραγματικός πόλεμος».
{youtube}2UkLcsJb48A{/youtube}