«Μα πού το ξέρω αυτό το όνομα;», ακούω ήδη κάποιους να αναρωτιούνται. Ας γίνουν λοιπόν οι συστάσεις, για όσους έχουν επιλεκτική μνήμη ή απλά δεν συγκαταλέγονται στους οπαδούς της περσινής τηλεοπτικής πραγματικότητας.
Η Αρετή Κοσμίδου έγινε γνωστή από τη συμμετοχή της (και τη διάκρισή της, τελικά) στην πρώτη σαιζόν του The Voice. Δεν ήταν άλλωστε δύσκολο να ξεχωρίσει, έμοιαζε σαν τη μύγα μες το γάλα: φανατική προτίμηση στο ξένο τραγούδι, επί σκηνής περσόνα που –όπως είχε ειπωθεί και στην εκπομπή– ήταν εκείνη του αερικού, μα και ερμηνεία συναισθηματικά φορτισμένη όσο και εύθραυστη, με κάτι το απροσδιόριστο, το οποίο έκανε τη μαζική πλειονότητα των θεατών να της δίνουν τη συμπάθειά τους και (κατά συνέπεια) ψήφους.
Το γεγονός πως όλα αυτά τα παρήγαγε μια κοπέλα μόλις 16 χρονών εντυπωσίαζε, σε έβαζε όμως και σε σκέψεις για την εξέλιξή της. Τι θέση θα είχε, ας πούμε, μια τέτοια παρουσία στην εγχώρια μουσική σφαίρα, στην οποία μοιάζει ξένο σώμα; Θα έβρισκε ανθρώπους που θα μπορούσαν να την πλαισιώσουν, βοηθώντας το χάρισμά της να αναδειχθεί ακόμα περισσότερο; Η απόφασή της να σπουδάσει μουσική στο εξωτερικό παρατείνει τις απαντήσεις στα παραπάνω, οι οποίες μπορεί βέβαια να μην έρθουν και ποτέ. Σύμφωνα άλλωστε με δηλώσεις της ίδιας, θα προσπαθήσει για μια καριέρα εκτός Ελλάδας· αρκετά λογικό, μιας και ο ηχητικός της προσανατολισμός βρίσκεται πιο κοντά σε εκείνη την αγορά.
Πριν πάντως γίνουν όλα αυτά, πρόλαβε να κυκλοφορήσει και έναν δίσκο εδώ, σε αγγλικό στίχο, πλην του τραγουδιού "Φτάνει", το οποίο ερμηνεύει ντουέτο με τον Πάνο Μουζουράκη (βασικά είναι το "No More", με αλλαγμένα λόγια). Και είναι βέβαια εμφανές πως πρόκειται για μια επιλογή που έγινε προκειμένου να μπορέσει το Distance να βγάλει ένα single λίγο πιο βατό για τον μέσο Έλληνα. Το υπόλοιπο άλμπουμ φανερώνει διαθέσεις λυρικού rock, δίνοντας έμφαση στις μελωδίες και σε ήχους που χαϊδεύουν τα αυτιά και προσπαθούν να φέρουν στο επίκεντρο το μεγάλο ατού της Κοσμίδου: τη χαρακτηριστική της φωνή. Και πιστοποιείται εύκολα, από την πρώτη κιόλας ακρόαση, αυτή η αξία του λαρυγγιού της.
Εξίσου εμφανές, όμως, γίνεται και το γεγονός ότι το υλικό του Distance δεν αποτελεί προϊόν στιβαρής τραγουδοποιίας: λείπει ο παράγοντας-έκπληξη, αλλά και η όποια χαρακτηριστική ταυτότητα θα το βοηθούσε να ξεχωρίσει, διεκδικώντας περισσότερες ακροάσεις.
Τις παρούσες μελωδίες, δηλαδή, τις έχουμε ακούσει πάμπολλες φορές στο παρελθόν και μάλιστα σε καλύτερες εκδοχές, ενώ η γενικότερη αίσθηση που εκλύει ο δίσκος είναι πως έχει κολλήσει στη βρετανική κιθαριστική μουσική των late 1990s/mid-'00s, αναμασώντας παράλληλα διάφορα folk rock κλισέ, δίχως καμία διάθεση εξέλιξής τους. Ο Μανώλης Φάμελλος, βέβαια –που επιστρατεύτηκε για να βοηθήσει την Κοσμίδου να πραγματώσει το καλλιτεχνικό της όραμα– είναι άνθρωπος που θεωρητικά πληροί τις προϋποθέσεις για μια τέτοια συνεργασία. Όμως η παρουσία του δεν εξασφάλισε το απαιτούμενο «χαλί» πάνω στο οποίο θα μπορούσε να πατήσει η τραγουδίστρια για να διογκώσει την καλλιτεχνική της περσόνα.
Με τι μένουμε, λοιπόν, μετά την ακρόαση των 40 λεπτών του Distance; Με μια αίσθηση του γνώριμου, με μια επιβεβαίωση πως η Αρετή Κοσμίδου διαθέτει φωνή και ερμηνευτικά χαρίσματα που μπορούν πράγματι να την πάνε μακριά, μα και με τη σκληρή διαπίστωση πως αυτά δεν αρκούν, εάν σε έναν δίσκο λείπουν τα αξιομνημόνευτα τραγούδια. Για μια κοπέλα πάντως που ακόμα δεν έχει γίνει 18 χρονών, ένα τέτοιο αποτέλεσμα μπορεί να αποδειχθεί πολύ καλή εμπειρία, για το πού θα κινηθεί μελλοντικά. Και φωνητικά, μα κυρίως συνθετικά.
{youtube}XBCmkkmgJAM{/youtube}