Είναι πραγματικά ανανεωτικό για τα αυτιά σου, ειδικότερα όταν κατάγεσαι από το Νησί (το εγχώριο), να ακούς επιτέλους κάτι που ξεφεύγει είτε από τη σκυλοέκφανση της κρητικής παράδοσης η οποία κυριαρχεί στους ιθαγενείς, είτε από την έντεχνη, επιδερμική ανάγνωσή της, που επιφυλάσσουν –ένεκα μοδός– διάφοροι πρωτευουσιάνοι. Και το ακόμα πιο περίεργο είναι ότι αυτός ο δίσκος έρχεται από κάποιον που δεν έχει καν ελληνική καταγωγή!
Ουδόλως τυχαίως, βέβαια, ο Paul Goodman έχει παρακολουθήσει από το 2000 το εργαστήρι του συμπατριώτη του Ιρλανδού Ross Daly, ενός ανθρώπου που ποτέ δεν πρόδωσε την αγάπη για τη μουσική που του έδωσε το Νησί με το να παραδώσει ευτελή ή επιφανειακή έργα. Ο Goodman μπορεί επίσης να απαντηθεί και σε μια χούφτα ελληνικές παραγωγές ως guest (για παράδειγμα στους Locomondo πριν μερικά έτη), αλλά είχε και την τύχη να διαθέτει καλούς συνοδοιπόρους σε αυτό το Strangely Familiar ταξίδι, το οποίο κάνει καλή εντύπωση ήδη από το εξώφυλλο, όπου κυριαρχεί η μορφή του σε μια καλαίσθητη φωτογραφία: μιλάμε για τη Μανωλία Κοκολογιάνη στη λύρα και τη Μαρίτζια Κατσουνά στο μπεντίρ και στον αθάνατο.
Ο ίδιος ο Goodman δεν έχει αναλάβει μόνο τη λύρα, μα παίζει και σάζι (όπως και κρουστά, σε κάποια σημεία). Να σημειώσω με την ευκαιρία την ιδιαίτερη θέση των κρουστών στο άλμπουμ, όπως και την τοποθέτησή τους στη μίξη, η οποία ταιριάζει απόλυτα με τη φιλοσοφία της ενορχήστρωσης των συνθέσεων του Ιρλανδού δημιουργού. Τα κρουστά δεν ακολουθούν δηλαδή ρυθμολογώντας, αλλά τονίζοντας ή και βαδίζοντας σε δρόμους αντιστικτικούς. Έτσι αποφεύγονται οι εύκολες κορυφώσεις και ευνοούνται οι εσωτερικές ζυμώσεις και ο αυτοσχεδιασμός στις 7 οργανικές συνθέσεις του Strangely Familiar.
Πρόκειται για μια δουλειά όπου η κρητική μουσική, σε πρώτο άκουσμα, αναπτύσσεται κατά τρόπο μακρόσυρτο· οδηγώντας –κυριολεκτικά– το μυαλό σε τόπους πέρα από το αστικό πεδίο και δη προς το απόκρημνο ή ακόμα και απόκοσμο. Δεν είναι όμως το μόνο στοιχείο στην ηχουργία του δίσκου. Η μικρασιατική Ανατολή, λ.χ., βρίσκεται σε συνθέσεις όπως το "Girift" για να μας θυμίσει μια παλαιή και ελάχιστα διατυπωμένη σε έρευνες σχέση των παράκτιων πόλεών της απέναντι από τα βορειοανατολικά μας νησιά με τους κατοίκους της Μεγαλονήσου. Ο δε αυτοσχεδιασμός έχει την τιμητική του και δεν κλείνεται σε αποστειρωμένα κελύφη αρτιπαιξίας με φενάκη ελευθεριότητας, όπως διαπιστώνουμε σε σημεία του "Zomorud". Όπου μικροψεγάδια στον συγχρονισμό των οργάνων αφέθηκαν ως έχουν στην τελική μίξη, μεταφέροντας έτσι ολοζώντανη την προσπάθεια των συμμετεχόντων μουσικών.
Μια φορά στα 2-3 χρόνια ακούμε δίσκους με βάση την ελληνική παραδοσιακή μουσική που συνδιαλέγονται ταυτόχρονα με το παρελθόν, το θείο, το μέλλον, την ομορφιά, το πνεύμα, το θνητό και το αέναο, μέσα από τους γόνιμους διαλόγους ενός όχι υστερόβουλα ανατροφοδοτούμενου παρελθόντος. Μπορεί το Strangely Familiar να μην έχει μήτε μισή λέξη σε ελληνική γραφή (ελληνικές λέξεις βέβαια υπάρχουν παντού, αλλά αποδίδονται με λατινικούς χαρακτήρες), είναι όμως από τα άλμπουμ που συγκαταλέγονται άμεσα στα καλύτερα των τελευταίων χρόνων, καθώς ιχνηλατούν σε μονοπάτια σκονισμένα από τη φτηνή εμπορικότητα, προσπαθώντας να αρθρώσουν στιβαρό και αυτόνομο λόγο.
Ατόφιο χρυσάφι ετούτος ο δίσκος, κύριες και κύριοι. Δεν πρέπει να τον αγνοήσετε επ' ουδενί.
{youtube}x9PkYTLiJzI{/youtube}