Δεν χρειαζόταν να προμοταριστεί ιδιαίτερα τούτος ο δίσκος για να δημιουργηθεί έντονο ενδιαφέρον. Η σύμπραξη άλλωστε των τεσσάρων προσωπικοτήτων που πρωταγωνιστούν στα 10 τραγούδια του ακούγεται ενδιαφέρουσα, έστω κι αν όλοι προέρχονται ουσιαστικά από τον ίδιο καλλιτεχνικό χώρο. Αυτά που ιντριγκάρουν είναι το βάρος των ονομάτων (και τα όσα έχουν καταθέσει στο παρελθόν), αλλά και το γεγονός ότι προέρχονται ανά δύο από διαφορετικές γενιές: από τη μία ο Οδυσσέας Ιωάννου και ο Σωκράτης Μάλαμας, οι «παλιοί» δηλαδή· κι από την άλλη ο Θέμης Καραμουρατίδης και η Νατάσσα Μποφίλιου, το (ακόμα) «νέο αίμα». Ποιος δεν θα είχε απορία για το τι προέκυψε;
Με βάση το ιστορικό της τετράδας, πάντως, το τελικό αποτέλεσμα απογοητεύει. Φοβάμαι μάλιστα ότι ακόμα και τον πρότερο έντιμο βίο των συμμετεχόντων να βγάλει κανείς από την εξίσωση, και πάλι μια φτωχή εικόνα θα λάβει. Και ο κύριος λόγος για αυτό, όπως ίσως φαντάζεστε, είναι ότι απουσιάζουν σε μεγάλο βαθμό τα καλά τραγούδια από τη συγκεκριμένη δουλειά: με εξαίρεση δυο-τρεις συνθέσεις, η δημιουργική σύμπραξη Καραμουρατίδη/Ιωάννου δεν παράγει, δυστυχώς, αξιοσημείωτα πράγματα.
Την κύρια ευθύνη για την αστοχία φέρει νομίζω ο Καραμουρατίδης: είναι οι μελωδίες του που δεν πείθουν, που ακούγονται ανέμπνευστες και πολλές φορές εκτός του κλίματος των στίχων. Ο συνθέτης επέλεξε εδώ κυρίως λαϊκούς δρόμους, επιχειρώντας ίσως να συνεχίσει από εκεί που μας άφησε με το Καινούριο Φιλί –την πρόσφατη συνεργασία του με τη Γιώτα Νέγκα. Ενώ όμως σε εκείνη τη δουλειά βρισκόταν σε μεγάλη φόρμα, εδώ η απόδοσή του κυμαίνεται πολύ χαμηλότερα και το προσωπικό του συνθετικό και ενορχηστρωτικό στίγμα μοιάζει να καταβροχθίζεται από τις φόρμες. Ο Οδυσσέας Ιωάννου, από την άλλη μεριά, καταφέρνει να είναι αρκετά πειστικός, έως και συγκινητικός κάποιες στιγμές· ίσως επειδή δεν το κουνάει ρούπι από τον γνώριμο εαυτό του; Ανεξάρτητα πάντως από το ποιος «φταίει» πιο πολύ, το τελικό ζητούμενο εκλείπει.
Σε ό,τι αφορά τώρα τους δύο ερμηνευτές, θα έλεγα πως –ακόμα και λαμβάνοντας υπ' όψιν το μέτριο υλικό– δεν μπορείς να πεις ότι έβαλαν τα δυνατά τους. Ο Μάλαμας παραμένει ο γνωστός λιτός κι απέριττος εαυτός του, ευνοείται όμως από το γεγονός ότι τα λίγα αξιόλογα τραγούδια έλαχαν σ' αυτόν ("Μνήμη", "Οι Πρώτες Λέξεις", "Το Ποτάμι"). Ειδικά στο "Ποτάμι", το οποίο περιέχει μερικούς πολύ δυνατούς στίχους του Ιωάννου, σχεδόν τον νιώθεις να ενσαρκώνει το αέναο πνεύμα του ελληνικού τραγουδιού. Όσο για τη Μποφίλιου, παρότι κανείς σώφρων ακροατής δεν γίνεται να αμφισβητήσει τις φωνητικές της ικανότητες, πολύ εύκολα μπορείς να κριτικάρεις τη στάση της απέναντι σε κάποια τραγούδια. Δεν είναι θέμα δηλαδή αν δικαιούται να υπερβάλλει, αλλά αν ο υπερβάλλων ζήλος αρμόζει παντού. Στο "Ποτάμι", ας πούμε, έτσι όπως την ακούς να ερμηνεύει στίχους που μιλούν για την υπαρξιακή αγωνία, ταυτόχρονα τη φαντάζεσαι με το πίσω μέρος της παλάμης στο μέτωπο και ξαπλωμένη σε ανάκλιντρο... Για να είμαστε και δίκαιοι, βέβαια, τι να κάνει κι αυτή όταν της τυχαίνουν τραγούδια σαν το "Ανάποδα" λ.χ.;
Το «χάσμα» των έντεχνων γενεών γεφυρώθηκε λοιπόν τσάτρα-πάτρα στις Πρώτες Λέξεις. Τα τραγούδια δεν έχουν να αποκαλύψουν σχεδόν τίποτα για τους δημιουργούς τους, ούτε προσφέρουν ιδιαίτερες ευκαιρίες για επιδόσεις στους ερμηνευτές τους. Μάλλον για χαμένη ευκαιρία θα πρέπει να μιλάμε, επομένως, αφού αντί να γίνουμε μάρτυρες δημιουργικών πάρε-δώσε και όσμωσης μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών ηλικιών και εμπειριών, παρατηρούμε απλά τους παλιούς να μένουν ακίνητοι και τους νέους να κάνουν αδέξιες προσπάθειες να φορέσουν «μεγαλίστικα» ρούχα για να σταθούν δίπλα τους.
Το τελικό αποτέλεσμα φέρνει τον Θέμη Καραμουρατίδη στην περίεργη θέση να έχει υπογράψει μέσα στο 2014 έναν από τους καλύτερους, αλλά κι έναν από τους πιο απογοητευτικούς δίσκους της εγχώριας παραγωγής. Ούτε και οι ικανότεροι δεν είναι άμοιροι σκαμπανεβασμάτων, προφανώς.
{youtube}eTrsyN6_Eks{/youtube}