Όταν έμαθα ότι ο Νίκος Πορτοκάλογλου προγραμμάτιζε την κυκλοφορία ενός δίσκου με δικές του διασκευές σε παλιά παραδοσιακά και λαϊκά τραγούδια, δεν εξεπλάγην καθόλου –το ίδιο, φαντάζομαι, και οποιοσδήποτε παρακολουθεί την πορεία του. Από τα πρώτα βήματά του με τους Φατμέ, αλλά και στα σόλο χρόνια μετέπειτα, ήταν τέτοια η σύνδεση με την εγχώρια παράδοση, ώστε το ενδεχόμενο να τον δούμε να καταπιάνεται μαζί της φάνταζε πάντα ως βέβαιο, με μόνους αγνώστους το πώς και το πότε.
Συνηθίζουμε, ομολογουμένως, οι γράφοντες να κάνουμε υποθέσεις περί στερέματος έμπνευσης όταν βλέπουμε έναν δημιουργό να «καταφεύγει» σε άλμπουμ διασκευών. Πράγματι, κανένας δεν έχει ανοσία στο writer’s block. Αλλά η συγκεκριμένη περίπτωση δεν μοιάζει να είναι τέτοια: ο... περίπλους του Πορτοκάλογλου στα λιμάνια του Βαμβακάρη και του Τσιτσάνη, του Γιαννίδη και του Τούντα, του Μουσαφίρη και του Ζαμπέτα (μα και των ανώνυμων δημιουργών της παράδοσης), εκφέρεται με τέτοιον τρόπο, ώστε θα πρέπει μάλλον να μιλάμε για ένα γερό, προσωπικό στοίχημα· και σίγουρα όχι για αγγαρεία.
Κατ’ αρχάς, μιλάμε για 25 κομμάτια «σκαμμένα», δουλεμένα, όχι απλά εκτελεσμένα με οδηγούς τις πρωτότυπες εκδοχές. Ο Πορτοκάλογλου επιχειρεί εδώ (με αρκετή επιτυχία μάλιστα) να τα ενσωματώσει στον δικό του ηχητικό κόσμο, χωρίς μεν να πειράξει το βασικό μελωδικό/αρμονικό περιεχόμενο, πράττοντας κατά βούληση δε σε ό,τι αφορά το ρυθμικό και ηχοχρωματικό πεδίο μέσα στο οποίο τα έχουμε συνηθίσει. Τουτέστιν, ξεχάστε μπουζούκια, μπαγλαμάδες, τζουράδες και κλαρίνα και ετοιμαστείτε για μπόλικες κιθάρες, μπάσα, τύμπανα –και λίγο γιουκαλίλι. Κάθε μία από τις διασκευές εμφανίζεται εδώ εξοπλισμένη με τα δικά της ριφ, τη δική της ατμόσφαιρα και ταυτότητα, παραπέμποντας σε ένα διαφορετικό σημείο μέσα στην προσωπική δισκογραφία του τραγουδοποιού· και εξηγώντας έτσι και τη σύνδεση μαζί της.
Αλλά τo άλμπουμ, πέρα από το να αποκαλύπτει τους τρόπους με τους οποίους όλο αυτό το υλικό έχει σημαδέψει τον Πορτοκάλογλου ως άνθρωπο και δημιουργό, τον φέρνει και στο επίκεντρο ως μουσικό –με όλη τη σημασία της λέξης. Γιατί στη μιάμιση και κάτι ώρα που διαρκεί, δεν ακούγεται τίποτα (πέραν κάποιων δεύτερων φωνητικών από τον Βαγγέλη Μαρκαντώνη) που να μην έχει περάσει από τα χέρια (και το λαρύγγι) του τραγουδοποιού. Ναι, ο Πορτοκάλογλου χειρίζεται εδώ όλα τα όργανα, εννοείται τραγουδάει, αλλά κάνει και ηχοληψία και συμμετέχει στις μίξεις. Κάπως έτσι, τα Λιμάνια Ξένα καταλήγουν να ακούγονται σαν το πιο... προσωπικό από τα προσωπικά άλμπουμ του, έστω κι αν δεν περιέχουν ούτε μισή δική του σύνθεση.
Αλήθεια, όμως, κυκλοφόρησε ποτέ στην ιστορία της λαϊκής μουσικής διπλός δίσκος που να μην δέχθηκε την κριτική ότι, αν ήταν μονός, θα ήταν καλύτερος; Δυσκολεύομαι να βρω κάποιον...
Ούτε και στα Λιμάνια Ξένα λειτουργούν όλα τέλεια. Η παρουσία λ.χ. του "Μην Απελπίζεσαι" μοιάζει να έχει περισσότερο συμβολική παρά ουσιαστική σημασία, ενώ υπάρχουν 2-3 περιπτώσεις στις οποίες οι ενορχηστρωτικές ιδέες ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό. Είναι έτσι εύκολο να μπει κανείς στον πειρασμό να σκεφτεί τι θα μπορούσε να έχει κοπεί στο «μοντάζ». Ή ν' αρχίσει να φαντάζεσαι ηχογραφήσεις με διαφορετικές φωνές, ώστε να υπάρξει ποικιλία, από τη στιγμή που ο Πορτοκάλογλου δεν είναι ερμηνευτής με την κλασική έννοια. Όμως όλα αυτά έχουν τελικά να κάνουν με την εντύπωση ότι εμείς ξέρουμε καλύτερα από τον καλλιτέχνη, πράγμα που δεν ισχύει πάντα: μόνο η εταιρεία του μπορεί να γνωρίζει καλύτερα (το πιάσατε το υπονοούμενο, έτσι;). Κι εδώ που τα λέμε, μπροστά στο ενδεχόμενο ενός ακόμα ντουέτου με κάναν Μαραβέγια, Μουζουράκη ή άλλον της συνομοταξίας «συνάδελφό» του, εγώ λέω να τις ξεχάσουμε τέτοιες ιδέες...
Έχουν λοιπόν «ψωμί» τα Λιμάνια Ξένα του Νίκου Πορτοκάλογλου. Μπορεί να μην εκπλήσσουν τρομερά, καταθέτουν όμως μια προσέγγιση και ατμόσφαιρα σαφώς δουλεμένη και σίγουρα προτιμότερη από την... «ιμάμ» λογική που επικρατεί τον τελευταίο καιρό. Και, πέρα από το να αποκαλύπτουν κρυμμένες δυνατότητες του "Ας Παν Στην Ευχή Τα Παλιά", των "Θαλασσινών" και του "Μάτια Σαν Και Τα Δικά Σου", φανερώνουν και κάμποσα πράγματα για τις ξεχασμένες και (ελαφρώς) υποτιμημένες ικανότητες του μουσικάνθρωπου Πορτοκάλογλου. Επίσης, λειτουργούν ιδανικά και ως soundtrack του καλοκαιριού, έτσι όπως μοιράζονται ωραία ανάμεσα σε μια δραστήρια ροκιά και σε μια ρέμπελη «χαβανέζικη» διάθεση.
{youtube}sAXb1b-km3I{/youtube}