Κάντε πως βρίσκετε 5 ελληνικούς δίσκους πιο βυθισμένους στην αμερικάνικη καρδιά της τζαζ από το East N Blues, κι εγώ θα σας δώσω συγχαρητήρια. Κι αυτό διότι το φετινό πείραμα του Γιάννη Κασέτα πέτυχε 100% όπως το είχε στο μυαλό του. Πήγε δηλαδή στις Υόρκες –όπως θα έλεγε κι ένας παλιός– και πήρε μαζί την πείρα του κι έναν καλό Έλληνα μπασίστα· κατόπιν βρήκε εκεί μερικούς πεπειραμένους μουσικούς του χώρου κι έκανε έναν δίσκο που πιστεύω ότι τον ονειρευόταν χρόνια, κρίνοντας από τις αρμολογίες προηγούμενων δουλειών του. Γιατί ήταν πάντα φανερή η επιρροή της Νέας Υόρκης στο έργο του Κασέτα, κάτι που μάλλον πρέπει να αποδοθεί στον δάσκαλό του Βασίλη Βασιλάκη, μιας και είναι κι εκείνος της ίδιας (σχεδόν) σχολής. 
 
Ο Κασέτας προσκύνησε λοιπόν στη δική του Μέκκα με το East N Blues, πρέπει όμως να του αναγνωρίσω ότι δεν πήγε σαν ζαβάδι τυφλωμένο από τη λάμψη της εξ ουρανού πέτρας. Μπορεί ορισμένες promo φωτογραφίες να τις βρήκα ατυχείς –μιας και δεν φτιάχνουν οι ουρανοξύστες το άρωμα της μουσικής όταν επισκέπτεσαι μια τέτοια πόλη και ηχογραφείς σ' εκείνη– όμως, από εκεί και πέρα, γίνεται φανερό ότι συνομίλησε με τους παίκτες. Και οι παίκτες αυτοί, ειδικότερα ο θαυμάσιος Ulysses Owens Jr., απέδωσαν μίλια μακριά από τη μακάβρια συνθήκη ενός άτεγκτου στις νότες σεσιονά: ο δίσκος διαθέτει συναίσθημα.
 
Στα Lowfish Studios (από τα booth rooms του οποίου έχουν περάσει, είτε για να γράψουν, είτε κάνοντας editing, άνθρωποι όπως ο Randy Brecker και ο Antony Hegarty) έγινε λοιπόν σαφώς καλή δουλειά σε επίπεδο ηχογράφησης, αν και προσωπικά περίμενα ακόμα περισσότερο χώρο σε μερικές φάσεις της τελευταίας. Αλλά κάτι τέτοιο μπορεί να αποτελεί και επιδίωξη του Κασέτα, από τη στιγμή που ανέλαβε ο ίδιος την παραγωγή. Σημασία έχει ότι κατάφερε να φτιάξει έναν δίσκο-κόσμημα για την ελληνική τζαζ, ξεφεύγοντας από τις cool jazz εμμονές που βασανίζουν την έρμη σκηνή της χώρας μας (έτσι κι αλλιώς βέβαια ο Κασέτας δεν βρισκόταν ποτέ εκεί). Αποτίναξε έτσι ή μάλλον τιθάσευσε τις πινελιές εμμηνοπαυσιακού funk που κατά ριπάς παρέδιδε στο παρελθόν μέσω των ενορχηστρώσεών του· και με τη βοήθεια καλών συνεργατών –μην παραλειφθούν οι Tatum Greenblatt και Αντώνης Ανδρέου στην τρομπέτα και στο τρομπόνι αντίστοιχα– έφτασε σε ένα αποτέλεσμα που σαφώς τιμάει την ημεδαπή στο πόσο έχει τη δυνατότητα να αφουγκραστεί την αλλοδαπή. 
 
Κάποιοι βέβαια εξέφρασαν την πολύ σωστή αντίρρηση ότι το άρωμα Νέας Υόρκης που αποτυπώθηκε εδώ δεν είναι παρά μια αντανάκλαση δίσκων της δεκαετίας του 1990, θα αντιτάξω ωστόσο πως πρέπει να ακούσετε τις σιωπές του Adam Birnbaum, όπως και τον γενικότερο χειρισμό του στο κλαβιέ, και να το ξανασκεφθείτε. Γιατί ναι μεν δεν υπάρχουν εκπλήξεις στην ανάπτυξη των συνθέσεων –όπως πολύ επιτυχημένα παρατήρησε εξαίρετος συνάδελφος– αλλά η επιλογή των μετασοπενικών σπασιμάτων του Greenblatt από μεριάς του Κασέτα μου δίνει προσωπικώς τα εχέγγυα ότι από τον τελευταίο θα ακούμε πλέον μόνο βήματα προς τα εμπρός.
 
Δεν γίνεται πάντως να μη σχολιάσω το ολότελα παράταιρο με την αίσθηση που επιδιώκει ν' αφήσει το άλμπουμ εξώφυλλο. Μόνο σε μερικά αρώματα των συνθέσεων θα μπορούσα να βρω κάποια συνάφεια, καθώς η αριστερά του εξωφύλλου γραμμή καταρρέει, πέραν όμως αυτού η σημειολογία αποδεικνύεται νομίζω επιεικώς ατυχής: παραπέμπει δηλαδή σε δίσκο με έθνικ χαρακτήρα, ή σε δουλειά με σοφιστικέ τεχνοτροπία εγχώριου έντεχνου. Αυτό, σε συνάρτηση με την αδύναμη γραμματοσειρά, αδικούν το τελικό αποτέλεσμα της αισθητικής της «εικόνας» του East N Blues. Και είναι κρίμα, μιας και έχουμε να κάνουμε με δίσκο που ο Κασέτας θα θέλει πιστεύω να χρησιμοποιήσει ως διαβατήριο για το εξωτερικό. Και πολύ καλά θα κάνει.  
 
 

{youtube}3ahLKenNdRQ{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured