Μια πρόχειρη σταχυολόγηση της πορείας του Μιχάλη Σιγανίδη, δεν θα φωτίσει μόνο το ποιόν του Θεσσαλονικιού μουσικού, μα θα δώσει κι ένα γενικό σχεδιάγραμμα αυτού του νέου δίσκου. Όντας ενεργός από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, είναι ίσως γνωστότερος για την ενασχόλησή του με τη λαϊκή και παραδοσιακή μουσική της ευρύτερης περιοχής Βαλκανίων και Μεσογείου και την ενεργό συμμετοχή του σε σημαντικά σχήματα (Χειμερινοί Κολυμβητές, Primavera En Salonico). Διαρκές είναι επίσης το ενδιαφέρον του για την τζαζ και την αυτοσχεδιαστική μουσική, εκφρασμένο λ.χ. μέσω των Τρίο Κροκ, των Γουτού Γουπατού ή του Συγκροτήματος Λαμπράκη. Εύκολα ορατή και η αγάπη του για την ποίηση, η οποία εισχωρεί επί μονίμου βάσεως στις προσωπικές του δουλειές ή δίνει κίνητρο για τη δημιουργία ενός ακόμη σχήματος, των περίφημων Φ.Μ.Σ. (Φίλοι Μίλτου Σαχτούρη). Προσθέστε, τέλος, και τη λογική του κολάζ –δεσπόζουσα στην προσωπική του γραφή– η οποία όχι μόνο δένει τα παραπάνω μεταξύ τους, αλλά επιτρέπει και την εισβολή καθημερινών συζητήσεων και παντός είδους ηχογραφήσεων τοπίου ή ευθέων μουσικών παραπομπών (samples) στο όποιο τελικό αποτέλεσμα.

Μ’ άλλα λόγια, όλα χωρούν σ’ έναν δίσκο του Σιγανίδη: μουσική-κονσέρβα, τηλεφωνικές συνομιλίες, τραγούδια, γκροτέσκο αναπαραστάσεις φιλοσοφικών συζητήσεων, βόλτες σε περιαστικά πάρκα, βόλτες σε γραφεία ψυχιάτρων, ποιήματα, αλλοπαρμένες τουρίστριες, προσωπικότητες όπως ο Αναγνωστάκης, ο Χάιντεγκερ, ο Μαγιακόφσκι, ο Κάρολος της Αγγλίας, η Τζένη Μπαλατσινού, ο Έρος Ραμαζότι ή ο Θελόνιους Μονκ· βεβαίως και πρωτότυπη μουσική, η οποία μολονότι συνήθως υποστηρίζει/υπηρετεί αυτή τη λοξή αφήγηση, βρίσκει τελικά τον τρόπο να κρατά τη δική της διακριτή υπόσταση. Ένα επιδέξιο σλάλομ μεταξύ όλων αυτών πραγματοποιείται και στο 97%, με μικρο-αφηγήσεις που αναπτύσσουν δυναμικές σχέσεις η μία με την άλλη, διατηρώντας (σχεδόν πάντοτε) τον χαρακτήρα του απρόβλεπτου.

Αυτό το «διαρκώς απρόβλεπτο» είναι ένα πεδίο στο οποίο ο Μιχάλης Σιγανίδης διαχρονικά θριαμβεύει, παίζοντας πολύ έξυπνα το παιχνίδι των εκπλήξεων και των αναπάντεχων (μουσικών ή άλλων) συναντήσεων. Το ίδιο πράττει κι εδώ, συνδέοντας τις διάφορες ψηφίδες με οξυδέρκεια, ευρηματικότητα, λεπτό χιούμορ, με καυστική πρόζα, συχνά και με μία (ανα)στοχαστική διάθεση. Ένα εξαιρετικό παράδειγμα τέτοιων «αναπάντεχων συναντήσεων» βρίσκουμε στο “Πρέπει Να Πας Στην Μπέτυ”. Στο οποίο ακούμε απ’ τη μία τη μητέρα του Σιγανίδη να υπενθυμίζει στον ξεχασιάρη γιο της, μέσω αυτόματου τηλεφωνητή, ένα ραντεβού με τη «διάσημη δερματολόγο της συμμητρόπολης»· κι απ’ την άλλη, το κοντραμπάσο του να εισέρχεται σε έναν ευφυή διάλογο με τη βιόλα του Δημήτρη Πολυζωίδη, χωρίς εμφανή προαπαιτούμενα, στο καλύτερο ίσως αυστηρώς μουσικό σημείο του δίσκου. Η –γενικά επιτυχής– εφαρμογή μιας τέτοιας διαρκούς και συνήθως πολυμερούς «διαλεκτικής μεθόδου» είναι (όπως άλλωστε αναμενόταν) από τα δυνατά χαρτιά (και) του 97%.

Αν λείπει κάτι, είναι η εύκολη πρόσβαση στον μη μυημένο ακροατή ή στον απλώς ακατάδεκτο να εξερευνήσει τις κάμποσες αναγνώσεις που κρύβονται πίσω από το φαινομενικό χάος. Κι αν δεχτούμε ότι για τον δεύτερο ο εκάστοτε συνθέτης δεν μπορεί να κάνει και πολλά, σίγουρα υπάρχουν τρόποι για να γίνει πιο ομαλή η αρχική πρόσβαση για τον πρώτο –μερικούς μάλιστα απ’ αυτούς τους τρόπους έχει χρησιμοποιήσει στο παρελθόν και ο ίδιος ο Σιγανίδης, με απαράμιλλη επιτυχία. Ακραιφνές παράδειγμα το τραγούδι “Ο Διπλοπαρκαρισμένος”, από τον δίσκο Μικρές Αγγελίες του 1999.

Θα ήταν ωστόσο ανακριβές αν κατηγορούσαμε τον Σιγανίδη ότι κλείνει ερμητικά τις εισόδους, γράφοντας ένα άλμπουμ «μόνο για μέλη»· ίσως όμως σε καμία απ’ αυτές να μην είναι τελικά τόσο εύκολο να βρεις την κλειδαριά. Βλέπε ας πούμε το “Τζον Σμιθ”, όπου υπάρχει μεν μια κάποια ευθεία στη βασική αφήγηση –την οποία αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας ο Σωκράτης Μάλαμας– αλλά είναι πυκνές οι παρεκκλίσεις από αυτήν, είτε με την παρεμβολή διαφορετικών ρυθμολογιών, είτε με τα διάφορα samples τα οποία συνεχώς τη διεμβολίζουν: όργανα και φωνές σε βραχύβιες εμφανίσεις ή εξωμουσικά στοιχεία, από τα βατράχια της Χαλκιδικής και τα τζιτζίκια της Σαμοθράκης μέχρι μια μάνα που προσπαθεί να πείσει το βαριεστημένο τέκνο της να πάει επιτέλους στα αγγλικά. Παρ' όλα αυτά, οφείλουμε να παραδεχθούμε πως στο συγκεκριμένο κομμάτι προσφέρονται σε μικρές, έξυπνες αφαιρέσεις τα βασικά στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας του συνθέτη/μοντέρ. Οπότε η είσοδος υφίσταται, ακόμα κι αν δεν είναι τόσο ευδιάκριτη.  

Πάντοτε βεβαίως η μουσική του Μιχάλη Σιγανίδη έχριζε μιας κάποιας «αποκρυπτογράφησης». Απλώς στο 97% χρειάζεται λίγη προσπάθεια παραπάνω. Και από μία άποψη, είναι κομματάκι λογικό. Η συλλογιστική του όλα αυτά τα χρόνια ίσως δεν έχει αλλάξει και πολύ στην ουσία της, έχει όμως προχωρήσει κάποια βήματα παρακάτω· δικαιούται επομένως να θεωρεί πλέον ορισμένα πράγματα αυτονόητα ή μη χρήζοντα περαιτέρω επεξηγήσεων –σου λέει, «όποιος θέλει ας ανατρέξει».

Το 97% είναι με λίγα λόγια ένα περίπλοκο σύμπλεγμα διαφόρων αποτυπωμάτων λόγου, το οποίο νομίζω πως τελικά κερδίζει τον επίμονο ακροατή. Τον κερδίζει γιατί, μέσα σε όλα τα παραπάνω, βρίσκει κομμάτια τόσο της δικής του καθημερινότητας, όσο και του μεγαλύτερου κάδρου. Και είναι –όπως προελέχθη– παρούσα κι εδώ η σχεδόν σατανική ικανότητα του Σιγανίδη να χρησιμοποιεί τη λεπτή τέχνη της αφαίρεσης, του υπονοούμενου (λ.χ. φράσεις ή στιχάκια όπως: «πεθαίνουμε σύντροφε βιάσου» ή «who is who/χους εις χουν/τι ωραία που ηχούν/πρόσωπο και χώμα»). Ως συνήθως, τέλος, πλάι στον Θεσσαλονικιό δημιουργό βρίσκεται ένα επιτελείο εξαίρετων συνοδοιπόρων, αποτελούμενο από μουσικούς όπως η Σαβίνα Γιαννάτου, ο Χάρης Λαμπράκης, ο Λευτέρης Μουμτζής, ο Κώστας Αναστασιάδης, ο Κώστας Θεοδώρου, ο Θύμιος Ατζακάς, οι προαναφερθέντες Μάλαμας & Πολυζωίδης και πολλοί ακόμα. Κι αν ισχύει αυτό το «δείξε μου τον φίλο σου να σου πω ποιος είσαι», τότε το συμπέρασμα είναι, νομίζω, αρκετά προφανές.

 

{youtube}pG16g-Tx4zM {/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured