Η μουσική του Σωτήρη Δεμπόνου είναι σχετικά απλή στη φυσιολογία της· είναι όμως και αρκετά ιδιάζουσα και γι' αυτό δύσκολα μπορεί να υπαχθεί σε προκατασκευασμένες και άκαμπτες κατηγοριοποιήσεις. Έχει μέσα της τα Επτάνησα (η καταγωγή του Δεμπόνου είναι απ’ την Κεφαλονιά), όσο έχει και τα μπλουζ· και δείχνει οικεία και ταυτόχρονα απόμακρη, όταν αφήνεται στον εσωτερικό της μονόλογο.
Προσπαθώντας να βρω κάποιες αναγνωρίσιμες αναφορές, έρχομαι να συμφωνήσω με τον Στυλιανό Τζιρίτα, ο οποίος πρότεινε τον Bill Frisell ως μία τέτοια στη συνέντευξη που πήρε προ κάποιων εβδομάδων από τον Κεφαλλονίτη μουσικό. Πράγματι, δείχνει να ταιριάζει ο τρόπος με τον οποίον και οι δύο αποδομούν την αμερικανική μήτρα των μπλουζ, όπως επίσης και η σχέση που διατηρούν με το στοιχείο της μελωδικότητας. Στο ίδιο κείμενο, ο Δεμπόνος μετέφερε –εξίσου εύστοχα– τη συζήτηση μεταξύ της Νέας Ορλεάνης και του Ιονίου (ολόκληρη η συνέντευξη εδώ).
Όπως και να έχει, μιλούμε για μια μουσική φόρμα «εκ συστάσεως» διφυή. Το όργανο του Δεμπόνου είναι μια ιδιοκατασκευή που μοιάζει με εκείνη την περίφημη διπλή (double neck) ηλεκτρική κιθάρα του Jimmy Page, με τη διαφορά ότι δεν είναι δύο κιθάρες ενωμένες «εις σάρκα μία», αλλά μία κιθάρα κι ένα μαντολίνο. Και ο Δεμπόνος, όντας ένας εξαίρετος μουσικός, αποδεικνύεται ικανός να αναπνεύσει με άνεση μέσα στο δίπολο που δημιουργεί η ίδια η κατασκευή του οργάνου του· βρίσκει δηλαδή μια δική του διάλεκτο, η οποία τέμνει τα μπλουζ με την πηγαία επτανησιακή μελωδικότητα.
Είναι λοιπόν ένα σημαντικό πλεονέκτημα του Blue Nevus το ότι ο δημιουργός του δεν σπεύδει να δανειστεί εργαλεία και τρόπους, αλλά αντιθέτως χαράσσει τη δική του διαδρομή, την οποία και ακολουθεί με συνέπεια από την πρώτη μέχρι την τελευταία νότα. Αφ’ εαυτού της, όμως, αυτή η ιδιο-τροπία του δίσκου, όσο αξιέπαινη κι αν είναι, δεν προσφέρει επαρκείς απαντήσεις στο αισθητικό κομμάτι μιας αποτίμησης. Εδώ χρειάζεται να δούμε πώς στέκονται οι συνθέσεις (ως τελικά πλέον προϊόντα της παραπάνω διαδρομής) όχι απέναντι στον ίδιο τους τον εαυτό, αλλά με βάση την ικανότητά τους να σου μεταφέρουν την όποια αισθητική τους αξία.
Σ’ αυτό το πεδίο, λοιπόν, τα πράγματα δεν δείχνουν το ίδιο ξεκάθαρα. Διότι πλάι σε ορισμένες επιτυχημένες κρυσταλλώσεις της παραπάνω προσέγγισης (λ.χ. το “Drunk Virus Blues”), υπάρχουν και συνθέσεις οι οποίες μοιάζουν λιγάκι «εργαστηριακές» –κάπως σαν ασκήσεις επίλυσης μουσικών προβλημάτων και λιγότερο σαν συνθέσεις με πλήρη συναισθηματική ωρίμανση. Στιγμές δηλαδή όπου το πράγμα δείχνει να εξαντλείται στην παιγνιώδη διάθεση του Δεμπόνου, αντί να εξελίσσεται σε κάτι παραπάνω από μία έξυπνη αντιπαραβολή μελωδιών.
Πάντως το Blue Nevus είναι μια ενδιαφέρουσα δουλειά. Απολαυστική στο επίπεδο που αποτυπώνει τη χαρά της διάνοιξης ενός μονοπατιού μέσα από ένα παιχνίδι με τα μουσικά αντικείμενα τα οποία βρίσκει στην πορεία, αλλά και κάπως ανεπαρκής (ή, εν πάση περιπτώσει, λιγότερο λυσιτελής) στη συναισθηματική (ή/και αισθητική) δυναμική της. Σημειωτέον, εκτός από το μαντολινοκίθαρο του Δεμπόνου, στην επιτέλεση των συνθέσεων παρεμβαίνει η Farwest Mandolinistic Orchestra (με πλήκτρα, μπάσο, κλαρινέτο, τρομπόνι, τούμπα, βιολί, τσέλο και κρουστά), καθώς και η slide κιθάρα του Μανώλη Αγγελάκη, ο οποίος συνυπογράφει –μαζί με τον Δεμπόνο– και την παραγωγή.
{youtube}VYkQScj5EO4{/youtube}