Έχει και τα καλά της η επαναδιατύπωση του λαϊκού τραγουδιού, με τη μορφή που πήρε στα χρόνια πριν το αρχοντορεμπέτικο. Γιατί, πέρα από αλεξιπτωτιστές, βασιβουζούκους και οπορτουνίστες, υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι άοκνα μελετούν και αγαπάνε το ύφος, βρίσκοντας –ακόμα και εν μέσω της λαϊκοπόπ θύελλας– ένα νέο σανίδι/χώρο ώστε να μιλήσουν μέσω της τέχνης τους. Έστω κι αν συχνά οδήγησε σε εκτοπλάσματα και σε βύθουλες έμπνευσης, η άνοδος του έντεχνου και η εκ νέου ανακάλυψη των παραδοσιακών δρόμων και των (μετα)ρεμπέτικων μονοπατιών, έδωσε την ευκαιρία της ανάδειξης κιμπάρικων δίσκων. Σ' αυτούς κατατάσσεται και το Άστρα Που Ψιχαλίζουν Φως των Μικρών Περιπλανήσεων.
Δεν χρειάζεται καν να πατήσετε το play για να πιάσετε την ατμόσφαιρα του συγκεκριμένου άλμπουμ, τη δίνουν ολόστοχα τόσο οι φωτογραφίες, όσο και το εισαγωγικό κείμενο: φίλοι, χαμόγελα, χαλαρότητα, αλλά και συγκίνηση την ίδια στιγμή για την απουσία του Νίκου Παπάζογλου –ο οποίος, πριν περίπου 20 χρόνια, είχε δώσει τα φώτα της ηχοληψίας του (μια τραγικά υποτιμημένη πλευρά του) μα και της γενικότερης φιλοξενίας του στη μπάντα από την Κω. Παρότι όμως το Άστρα Που Ψιχαλίζουν Φως αφιερώνεται στη μνήμη του και ηχογραφείται στο σπίτι του στη Νίσυρο, δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιου είδους μνημόσυνο.
Θ' ακούσετε διάφορες φωνές να περνούν από τα μικρόφωνα. Προσωπικά ξεχώρισα τη θαυμάσια Ελένη Κολετζάκη, όπως και το βιολί του Γιάννη Παπαγεωργίου και το καλοπαιγμένο ακορντεόν του Χρήστου Γαμβρέλη, ενώ βρήκα περίεργο (μα και ωραίο) να βλέπω ένα κορίτσι στον μπαγλαμά, τη Σταυρούλα Κουλίτση –κόρη υποθέτω του Λεωνίδα Κουλίτση, ο οποίος επίσης συνεισφέρει εδώ τα μάλα με την κιθάρα του. Ο Γιάννης Κολοβός, πάλι, αναδεικνύεται στην ήρεμη δύναμη της παρέας, στηρίζοντας αυτή τη νέα της προσπάθεια με το κοντραμπάσο του, στιβαρά και χωρίς περιττούς διανθισμούς.
Ο Νίκος ο Αρμπιλιάς τώρα, εκ των βασικών συνθετών και στιχουργών του εγχειρήματος Μικρές Περιπλανήσεις, παρουσιάζει στιγμές στις οποίες υφαίνει ωραίους στίχους, όπως για παράδειγμα στον εισαγωγικό “Οδοιπόρο” ή στο ευφυέστατο “Μαύρες Γάτες”. Η ερμηνεία του ωστόσο παραμένει προβληματική, καθώς, όταν πηγαίνει προς μονοπάτια λαϊκογενή, δεν μπορεί να αποδώσει σωστά τις νότες: η ερμηνεία και το πάθος δεν φτάνουν πάντα. Σε άλλες επίσης περιστάσεις καταφεύγει σε μια ερμηνευτική σκοπιά που ακούγεται ξένη ως προς το υπόλοιπο ηχητικό περιβάλλον του δίσκου, θυμίζοντας Ξύλινα Σπαθιά σε αργές στροφές.
Ίσως επειδή οι Μικρές Περιπλανήσεις δίνουν κεντρική σημασία στην ίδια την ύπαρξη της παρέας και στη σύμπνοιά της, καταλήγουν εδώ σε μια μουσική κατάθεση με διαφορετικές (κ)όψεις στο συνολικό της εύρος. Πότε δηλαδή επικρατεί μια διάθεση επανεπίσκεψης στο ρεμπέτικο, πότε παίρνει φόρα και ανεβαίνει στην επιφάνεια ένα έντεχνο δίχτυ ενορχήστρωσης και πότε εντοπίζεται αυτοσχεδιασμός, κυρίως στους δρόμους που πλέκονται γύρω από τη μελωδία την οποία κυοφορεί ο εκάστοτε ερμηνευτής. Ως αποτέλεσμα, μερικές φορές μοιάζει να κάνει απόνερα η βάρκα των Μικρών Περιπλανήσεων. Σε κερδίζει όμως τελικά η αίσθηση της παρέας και η ζεστασιά που περνάει μέσα από τις νέες αυτές ηχογραφήσεις τους.
{youtube}poJQqQ8AK4E{/youtube}