Ο δίσκος του Σταύρου Γασπαράτου στη βερολινέζικη Ad Noiseam σαφώς χαροποιεί σε επίπεδο γέφυρας του ελληνικού στοιχείου με τις πλατφόρμες μουσικής παραγωγής του εξωτερικού, σε καμία όμως περίπτωση δεν ικανοποιεί. Κι αυτό διότι όχι μόνο εντοπίζονται πεπερασμένα στοιχεία στο 7, αλλά και ασάφειες στον σύνδεσμο του όλου concept με τη μουσική.
Αντικειμενικά, ο Γασπαράτος επέλεξε να κινηθεί προς μια κατεύθυνση που εμπεριείχε μεγάλο ρίσκο. Όχι γιατί ο Ντάντε Αλιγκέρι (ο Δάντης, ντε!) σχημάτισε ανεξίτηλο στο μυαλό μας το τι σημαίνει «κατάβαση στην κόλαση», ούτε επειδή το Seven του David Fincher έθεσε, σε πιο πρόσφατα χρόνια, ένα νέο πλαίσιο τιμωρίας όσων υποπίπτουν σε έστω και μία από τις επτά θανάσιμες αμαρτίες – Οκνηρία, Αλαζονεία, Λαιμαργία, Λαγνεία, Απληστία, Οργή, Ζηλοφθονία. Αλλά γιατί έπρεπε να αντιστοιχίσει πλήρως την κάθε μία από αυτές με μια σύνθεση στην προσπάθειά του να τις σχηματοποιήσει ηχητικά και το αποτέλεσμα που ακούμε δεν πείθει για το ευαγές του πράγματος.
Ο Γασπαράτος είχε βέβαια ένα σαφές ηχητικό όραμα στο μυαλό του, το οποίο και θεωρώ ότι περαίωσε. Αναγκαστικά όμως, όταν ένας δημιουργός σε θέτει έναντι ενός concept album, αναζητάς το σημείο που δένει η μουσική με τα όσα υποτίθεται πως αναπλάθει –είτε στους στίχους (που εδώ δεν υπάρχουν), είτε στα ηχομπλόκ της κατασκευής. Γυρεύεις δηλαδή έστω ένα μικρό στοιχείο σε κάθε σύνθεση το οποίο θα σε πείσει πως, πράγματι, αυτό που ακούς έχει γραφτεί για τον τίτλο που διαβάζεις και μόνο για τον συγκεκριμένο. Αλλά στο 7 θα μπορούσα να αντιστρέψω τους τίτλους και η ατμόσφαιρα της μουσικής να παραμείνει η ίδια.
Και δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Η Ad Noiseam ονομάζει τη μουσική του Γασπαράτου «electronica» και οι κατευθύνσεις του βρίσκονται σαφέστατα προς τα εκεί, κι ας ενυπάρχει στη δομή τους το τσέλο και το βιολί. Ο συνθέτης έχει εντούτοις και κλασικές σπουδές, οι οποίες τον βοηθούν στις ενορχηστρώσεις, παράγοντας καλά αποτελέσματα όταν λαμβάνουν τον πρώτο λόγο, όπως για παράδειγμα στο "Limbo". Μόλις όμως αναλάβουν την πρωτοκαθεδρία τα ηλεκτρονικά στοιχεία, βρίσκεσαι ν' αναζητάς τα πιο λόγια στοιχεία όπως ο διψασμένος τη φιάλη ύδατος. Γιατί ναι μεν οι καμπύλες των αποτυπωμένων ήχων διαθέτουν ενδιαφέρον σε επίπεδο συχνοτικής επεξεργασίας, αλλά η λογική –μα και τα φίλτρα τους– ακούγονται πεπερασμένα. Κατατάσσονται δηλαδή εύκολα στα 1990s και μάλιστα στους πρωτόφαντους ηλεκτρονικούς δρόμους της εποχής εκείνης, πριν αρχίσουν τα μπλεξίματα με τον πειραματικό χώρο.
Κάτι τέτοιο αφαιρεί σημαντικά από τον δίσκο, επιπροσθέτως των παραπάνω παρατηρήσεων για τη συνάφεια μουσικής και concept. Δεν είναι τυχαίο που ως καλύτερο σημείο της δουλειάς προβάλλει το "Greed", όπου πρωταγωνιστούν τα έγχορδα ενώ τα ηλεκτρονικά χτίζουν. Το "Hell" πάλι –μια επιπρόσθετη των αμαρτιών σύνθεση με τοπογραφική ας πούμε διάσταση– ξεκινά με έναν αυτονόητο ζόφο (καθώς αποτελεί κορύφωση του δίσκου, από την πλευρά της θεματικής αλληλουχίας), αλλά κρατιέται πίσω εξ αιτίας των samples. Λίγο-πολύ, αυτό συμβαίνει και στη μεγάλη κλίμακα του δίσκου: παρότι ο Σταύρος Γασπαράτος κατέχει την έννοια της μελωδίας, σκοντάφτει σε τόπους ήδη εξερευνημένους· όχι μόνο στον χρόνο, μα και σε μεγάλη έκταση. Μένει λοιπόν μετέωρο το 7 και μαζί του μένεις κι εσύ.
{youtube}J1vO9TPhwfY{/youtube}