«Σταματήστε ρε παιδιά, το κεφάλι μου πόνεσε! Ξέρετε κάτω πώς ακούγεται;»
Ποτέ δεν βλέπουμε το πρόσωπο της γυναίκας που απευθύνει την παραπάνω απελπισμένη παράκληση, αλλά από τη χροιά της φωνής της καταλαβαίνουμε ότι είναι μιας κάποιας ηλικίας. Το περιστατικό αποτυπώνεται στο βιντεοκλίπ των Still Gramophone για το “Caged”. Οι πέντε μουσικοί χαμογελούν, αλλά συνεχίζουν και ολοκληρώνουν το κομμάτι, καθώς πρόκειται για ζωντανή εκτέλεση στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας –στην οποία προφανώς κατοικεί και η γιαγιά της ιστορίας.
Είναι απολύτως κατανοητό γιατί οι Still Gramophone μπορούν να προκαλέσουν πονοκέφαλο σε έναν άνθρωπο που δεν γνωρίζει τι εστί ποπ ή ροκ μουσική. Όπως είναι επίσης προφανές ότι σε ανθρώπους οι οποίοι διατηρούν επαφή με τις μουσικές εξελίξεις θα ακούγονται αρκετά προσιτοί. Υπάρχει, πάντως, μια ισορροπία ανάμεσα στο οικείο και στο αλλούτερο, η οποία διέπει συνολικά το υλικό της θεσσαλονικιώτικης μπάντας –μια ισορροπία που σε αυτό το δεύτερο άλμπουμ επιτυγχάνεται πολύ καλύτερα σε σχέση με το (προ τετραετίας) ντεμπούτο τους.
Το άλμα που πραγματοποιούν στο Phonophobiaοι Still Gramophone σε σχέση με εκείνον τον δίσκο δεν έχει να κάνει σχεδόν καθόλου με το ύφος τους, το οποίο παραμένει σταθερό. Πλέον, όμως, αυτό παρουσιάζεται πιο καναλαρισμένο, επαρκέστερα προσδιορισμένο και απαλλαγμένο από αστοχίες. Εκεί δηλαδή που την προηγούμενη φορά άκουγες ένα κάπως ερασιτεχνικό γκρουπ, αφουγκράζεσαι τώρα μια ιδιαίτερα δεμένη μουσική ομάδα. Επίσης, οι συνθέσεις παύουν να αποτελούν οχήματα για πειραματισμό με σαμπλ και δάνεια και αποκτούν μια πιο ολοκληρωμένη, πιο προσωπική σφραγίδα.
Τα τραγούδια των Still Gramophone είναι κομματάκι δύσκολο να περιγραφούν, έτσι όπως αναμειγνύουν διάφορα ετερόκλητα πράγματα. Οι αρμονίες και οι ρυθμοί παραπέμπουν στην κλασική τζαζ, οι μελωδίες τους θέλουν να αρέσουν σε πολλούς (άρα θα μπορούσες να τις πεις και ποπ), η υφή και κάποιες λεπτομέρειες στο ηχητικό παρασκήνιο διαθέτουν μια «γκρίζα» απόχρωση που συνηθίζουμε να συναρτούμε με την avant-garde. Η τελική συνισταμένη ευτυχώς δεν προκύπτει... τερατογέννεση, ακριβώς επειδή η μπάντα φαίνεται να έχει δουλέψει πολύ για να καταλήξει σε μια κατεύθυνση που να ενσωματώνει όλες τις επιρροές και να κάνει ταιριαστή τη συνήχηση ηλεκτρικής κιθάρας, τσέλου, βιμπράφωνου και μπαγλαμά.
Υπάρχουν ωστόσο και ορισμένα μειονεκτήματα στο Phonophobia, με πιο ουσιαστικό την πτώση δυναμικότητας που παρατηρείται στο δεύτερο μέρος του: τα συνθετικά τρυκ της γραφής του Ηλία Σταμπουλή εξαντλούνται και η αδυναμία ανανέωσης των όσων έχουν μέχρι εκεί κατατεθεί δημιουργεί μια αίσθηση επιβράδυνσης. Αυτό σχετίζεται και με μία ακόμα αδυναμία, στις φωνές –του Σταμπουλή κυρίως, ο οποίος ερμηνεύει την πλειοψηφία των τραγουδιών, αλλά και της Έλενας Κρασάκη, η οποία τραγουδάει στο “Still Hours”. Παρότι και οι δύο κάνουν αρκετά καλή δουλειά, οι περιορισμοί τους οδηγούν τις μελωδίες σε σχετικά στενά μονοπάτια, στερώντας έτσι από το άλμπουμ κάποιες υπερβάσεις, που θα μπορούσαν να δώσουν ανάσες και να ανανεώσουν το ενδιαφέρον.
Σε κάθε πάντως περίπτωση, το δεύτερο βήμα των Still Gramophone αφήνει σαφώς καλές εντυπώσεις. Όχι μόνο γιατί παρουσιάζει ένα γκρουπ αισθητά βελτιωμένο σε σχέση με την προηγούμενη κατάθεσή του, αλλά και γιατί αποτελεί ηχογράφημα που στέκεται πολύ καλά στο εγχώριο δισκογραφικό τοπίο. Κι αν μερικές από τις στιγμές του με προβλημάτισαν, υπήρξαν άλλες που μ' ενθουσίασαν –όπως τα “Solstice” και “This Evening”– εδραιώνοντας το θετικό πρόσημο της δουλειάς. Το οποίο θα έχω κατά νου, καθώς φτάνει η ώρα του απολογισμού της χρονιάς...
{youtube}37AZhru3QMg{/youtube}