Με προβλημάτισε η περίπτωση του The End Is The Beginning, διότι ο προηγούμενος δίσκος του Βασίλη Αβδελά (The Beneficial Influence Of Non Reality/2011) μπορεί να μην είχε τινάξει τα ηχεία, έδειχνε όμως έναν δημιουργό που, έχοντας ως βάση των άπλωμα ηχητικών τόπων, προσπαθούσε να περάσει σε μία μετα-σφαίρα συνθέσεων. Τότε τον είχα κατατάξει ως μία περίπτωση την οποία σαφώς άξιζε να παρακολουθήσει κανείς, έστω κι αν σε ορισμένα σημεία είχα βρει πεπερασμένες τις λογικές των ήχων και της ενορχήστρωσης. Από τον ηλεκτρικό όμως κόσμο εκείνου του δίσκου, ο Αβδελάς περνάει φέτος σε ένα μη αναμενόμενο τοπίο.
Η πλήρης προσεδάφιση ηλεκτρικών οργάνων αλλάζει το (σχεδόν) ρομαντικά σκοτεινό σκηνικό της προηγούμενης δισκογραφικής κατάθεσης και οδηγεί σε καθαρόαιμα fusion μονοπάτια, τουλάχιστον για το μεγαλύτερο μέρος του The End Is The Beginning. Κάτι τέτοιο δεν είναι φυσικά κακό, καραδοκεί ωστόσο ένα «αλλά...». Διότι μπορεί η αρτιπαιξία των συμμετεχόντων μουσικών στο βιολί, στην ηλεκτρική κιθάρα, στο (ηλεκτρικό) μπάσο και στα τύμπανα να γίνεται εύκολα εμφανής, οι συνθετικές όμως ιδέες αναπαράγουν τελικά μια post-rock λογική. Για την ακρίβεια, εκείνη που σχηματοποιήθηκε στα ύστερα χρόνια αυτού του ηχητικού κινήματος, όταν, κρατώντας τα βασικά του χαρακτηριστικά, μετακινήθηκε προς μια soundtrack απόδοση της μουσικής πραγματικότητας.
Τονίζω ξανά πως αυτό δεν είναι αναγκαστικά κακό: το αλλά έγκειται στην απουσία της έκπληξης από τον συγκεκριμένο δίσκο. Χρειάζεται ας πούμε να φτάσεις στο "Access Denied" (την έβδομη σύνθεση) για να ακούσεις κάτι που αναπηδά ως «καινούργιο»: στα προηγούμενα κομμάτια ακούμε βασικά ένα fusion που περισσότερο ανακαλύπτει τον εαυτό του, παρά κοινωνεί νέες ιδέες στους ακροατές.
Έτσι, καταλήγω στο ότι η περίπτωση Αβδελά έχει την εξής χαρακτηρολογία: με τον προηγούμενο δίσκο του ο συνθέτης έδειξε από πού προέρχεται (ένας ambient ηλεκτρονικός θαλαμίσκος), μπλέκοντας τις συνθέσεις του με field recordings και με σπασμένα (ενίοτε) όργανα. Στη συνέχεια πέρασε –ενδεχομένως μέσω νέων ακουσμάτων– σε μια πιο πολυσχιδή κατασκευή ήχων, που ναι μεν διαθέτουν ταυτοσημία στις ουσιαστικές βάσεις (όχι μόνο λόγω της απουσίας φωνητικών, αλλά και χάρη στη νουάρ ατμόσφαιρας που ενυπάρχει και στα δύο υπό συζήτηση άλμπουμ), τους λείπει όμως για την ώρα η πλήρης αφομοίωση της παρακαταθήκης του fusion είδους με το οποίο καταγίνονται.
Στο The End Is The Beginning δεν θα ακούσετε λοιπόν κακή μουσική, θα μείνετε ωστόσο με τη σαφή αίσθηση ότι όλα αυτά έχουν ακουστεί ξανά, είτε στις πιο χαλαρωτικές στιγμές των Penguin Cafe Orchestra, είτε στις πιο φιλοσοφημένες των 10cc.
{youtube}7f7dxSt-EuM{/youtube}