Η ηχητική Κρακατόα του A(r)mour του Στυλιανού Τζιρίτα, βίαιη και τρυφερή συνάμα καθώς είναι, δρα σαν κρότος σε καθεστώς αργής κίνησης. Η πυροκλαστική ροή των γεμάτων από αλληλο-συγκρουόμενες συχνότητες ήχων μετουσιώνει σε απτό θόρυβο τον ιδιότυπο καλλιτεχνικό κάματο του πολυμήχανου περφόρμερ/αρθρογράφου/μουσικού και καταφέρνει να προσφέρει πλήθος ηλεκτροφόρων ερεθισμάτων στη ραχοκοκαλιά του ανυποψίαστου δέκτη, για κοντά στα 20 λεπτά.

Ο ήχος, ως εκκωφαντικός αγωγός της αέναης πάλης μεταξύ συναισθήματος και λογικής σκέψης. Ο ακατέργαστος βόμβος σε ρόλο επίστρωσης των εκάστοτε φωνητικών θραυσμάτων, τα οποία σκάνε χωρίς προειδοποίηση για να επικοινωνήσουν τις διάφορες εκφάνσεις του έρωτα –με κοινή συνισταμένη την αινιγματική πολυσημία του εκφερόμενου λόγου. Καταλυτικός ο ρόλος του τελευταίου, καθώς η καθάρια φωνή του εκάστοτε αφηγητή πίσω από την παραμόρφωση δρα ταυτόχρονα και ως ξεκάθαρη δήλωση: ένα τεράστιο «άντε γαμήσου» προς τον φαστ-φουντ ακροατή της ψηφιακής εποχής. Aντισυμβατικότητα λοιπόν και πειραματισμός, ως αφετηρία μιας ελευθεριάζουσας και ρομαντικής μέχρι τα μπούνια ηχογράφησης.

Μια εγκεφαλική παραζάλη συνοδευόμενη από ατίθασες γεννήτριες ήχου και δύστροπες ηλεκτρονικές μηχανουργίες που, δίχως την άρτια παραγωγή του ίδιου του Τζιρίτα και το εξαιρετικό mastering του Μάνου Σιμωτά, εύκολα θα εκτροχίαζαν το μετά πανοπλίας φλερτ του πρώτου με το αιχμηρά απειλητικό σκέλος του έρωτα –δεν θα μπορούσε να υπάρχει καλύτερο παράδειγμα αυτού από τον στυγνό κυνισμό που συναντάται στο "Σημείο Αποχωρισμού Ζεύγους Στο Στάλινγκραντ": έναν ηχητικό ακρωτηριασμό, πτυχές του οποίου θα έντυναν με άνεση αφαιρετικούς, μικρού μήκους εφιάλτες έμπνευσης David Lynch.

Είναι όμως αυτή η απουσία της δυστοπικής οπτικής μετάφρασης του περιεχομένου που αφαιρεί από το τελικό αποτέλεσμα του άλμπουμ. Το μουσικό πρίσμα δεν είναι δηλαδή αρκετό στην προκειμένη περίπτωση –έχει ανάγκη από το χειμαρρώδες περφόρμανς του Τζιρίτα να το σιγοντάρει και να το αναδείξει. Και θα έλεγα ψέματα αν δεν αναφερόμουν στο πόσο μου έλειψε στο A(r)mour το κλαρινέτο του Στυλιανού: θα μπορούσε νομίζω, έστω και σε μικρές δόσεις, να διαποτίσει με περισσότερη «ψυχή» τους μηχανικούς δρόνους και τα αργόσυρτα μοτίβα τα οποία χαρακτηρίζουν στιγμές όπως το "Άλογο" ή τις "Σουφραζέτες".

Το A(r)mour αποτελεί λοιπόν ένα μουσικό τεχνούργημα υψηλών προδιαγραφών, που σπάνια όμως λειαίνει τις επιφάνειές του απελευθερωτικά, όπως ας πούμε πράττει στο καταληκτικό/καταπληκτικό "Σπίτι". Κατά πάσα πιθανότητα, ο mainstream όχλος θα το απορρίψει στο δευτερόλεπτο ως κουλτουριάρικη παραξενιά, ενώ μεγάλο μέρος του εναλλακτικού κοινού θα προσπεράσει σφυρίζοντας ανέμελα για να καμουφλάρει τόσο τη δυσπιστία του, όσο και την προτίμησή του στην πεπατημένη. Αλλά, βαθιά ριζωμένο καθώς είναι το αμόρε αυτό στην underground σκηνή της ημεδαπής, δείχνει μαθημένο να διεκδικεί από τον μάχιμο ακροατή προσήλωση και ανοιχτό μυαλό.

 

 

{youtube}s3tVutMo0lE{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured