Για τον σταθερό τους τ(ρ)όπο φτάνουν και δεν περισσεύουν οι τέσσερις εσωκλειόμενες γραμμές του Νίκου Σιδηροκαστρίτη:

Μετέωροι, μνημονεύουμε τον τόπο, εκεί που συναντήθηκε η προσευχή με τον μόχθο η ζωή πάνω και κάτω από τα σύννεφα για να μη χαθούμε

Εάν μάλιστα έχεις ακροαστεί και την προ διετίας Θέα ή/και τους έχεις πετύχει σε επί τόπια σύμπλεξη, τότε οι πιθανότητες έκπληξης μειώνονται δραματικά. Όχι πως φαίνεται να τους αφορά η έκπληξη –να την ιεραρχούν ψηλά τουλάχιστον. Προς τι άλλωστε, όταν υφίσταται άπλετος χώρος κάθετων κινήσεων μεταξύ τζαζ και παράδοσης; Παραλείπω επί τούτου το «ελληνικής», διότι οι εθνικού τύπου προσδιορισμοί φέρουν περίεργες απλουστεύσεις, δυστυχώς μη διαχειρίσιμες για πολλούς. Κι εικάζω εδώ πως ο «τόπος» του Σιδηροκαστρίτη δεν είναι εθνικός• ούτε η προσευχή, ούτε ο μόχθος, ούτε η τέχνη ασφαλώς.

Μικρές διαφοροποιήσεις δύναμαι να καταθέσω μεταξύ Θέας και Μετεώρων  –εδώ το δεύτερο ενυπάρχει στο πρώτο. Όχι ντε και καλά ασήμαντες, και με τη σύγκριση μονάχα ως απτή αφορμή... Η σχέση με τον χώρο, για παράδειγμα. Με κάποιον τρόπο απαιτούν περισσότερο χώρο τα Μετέωρα, του επιβάλλονται. Κι ας αποτελεί το κουαρτέτο πρότυπο ανάλαφρων πατημάτων, κι ας προεξάρχει και πάλι το νέϋ του Χάρη Λαμπράκη, αβρό από τη φύση του, πριν καν πιάσουμε το φύσημα δηλαδή. Του λόγου μου τουλάχιστον θα προτιμήσω εκείνη την πιο αβίαστη ένταξη της Θέας στον χώρο που της προσφέρεται. Θα προτιμήσω και την πιο «περίπου» παραγωγή της, η οποία δεν μπλέκει την ευκρίνεια με την ελαφρά επιτήδευση...

Πιθανώς να μην γίνεται κι αλλιώς, τώρα που το σκέφτομαι –κι αυτή η μη απαιτητική αγωγιμότητα να θυσιάζεται έτσι εκ των πραγμάτων στον αναπτυξιακό βωμό. Γιατί πώς να ξεμακρύνεις, να εμπλουτίσεις, να γίνεις λεπτομερής, ξεκάθαρος και την ίδια στιγμή να διαφυλάξεις μέχρι κεραίας το κλίμα; Αγκαλιά δεν πάνε τούτα; Συνήθως... Κι εδώ οι προθέσεις του κουαρτέτου λαλάνε από νωρίς. Λαλάει το νέϋ του Λαμπράκη, το οποίο  μετεωρίζει γνώριμα βουκολικά θέματα –μια πιο κοντά για να τα ξεχωρίζεις ολοσχερώς και μια μακριά, τόσο που να νομίζεις πως αλλάζουν μορφή. Αυτή τη φορά δε με τις διαδρομές πιο ευκρινείς, πιο πυκνές, πιο γοητευτικές, πιο μακρινές. Αν και σε επίπεδο ακροατικής αντίληψης οι μεταβάσεις είναι γρήγορες, είναι και υποδειγματικά φυσικές. Τα δημιουργικά φίλτρα ακυρώνουν στην πράξη τη θεωρητική απόσταση μεταξύ βουκολικών σκοπών και free περασμάτων κι εκεί ανάμεσα ο Λαμπράκης εμπλουτίζει συνεχώς την κατακτημένη λαλιά του.

Μια πρόσκαιρη μονάχα ρήξη με τον τ(ρ)όπο επιχειρείται εκεί πάνω στα τρία τέταρτα του άλμπουμ, ωστόσο οι abstract εσοχές των “Ιερών” ηχούν τόσο παράταιρες υφολογικά και τόσο απ’ το πουθενά σε επίπεδο ροής, ώστε θαρρείς πως η αναχώρηση δημιουργείται επί τούτου μόνο και μόνο για να βιωθεί πιο έντονα η αγαλλίαση της (επικείμενης) επιστροφής. Λες;

Διόλου τυχαία, πάντως, τούτες είναι απ’ τις λίγες στιγμές που το νέϋ αποσύρεται και οι υπόλοιποι προτάσσουν τις αιχμηρές γωνίες της πειραματικής Δύσης. Όχι πως αυτό αποτελεί και καμιά μομφή για τη συνολικότερη άνεση των κινήσεών τους, ίσα-ίσα. Το πιάνο του Θεοχάρη –όντας ο δεύτερος σολιστικός πυλώνας– λειτουργεί με μια ακόμα βαθύτερη γνώση των ισορροπιών, αποδεχόμενο το όχι και τόσο αυτονόητο γεγονός πως δεν χρειάζεται να πρωταγωνιστεί για να κάνει τη διαφορά. Ενώ οι ήρεμες ρυθμικές δυνάμεις των Σιδηροκαστρίτη & Τσεκούρα αλωνίζουν αγκαζέ τα μήκη και τα πλάτη. Ειδικά ο πρώτος παραδίδει ιδιαίτερα αυθύπαρκτου παιξίματος και ρυθμικής χρηστικότητας – λες και ορίζει κομμάτια χώρου προσκαλώντας τους υπόλοιπους να τα ζήσουν.

Εν ολίγοις και παρά τις όποιες παράπλευρες ενστάσεις, στα Μετέωρα η τετράδα του Χάρη Λαμπράκη απομακρύνει ακόμα περισσότερο τη μνήμη απ’ τη νεύρωση και πλέον στέκει ως σημαίνουσα οντότητα της εγχώριας δημιουργίας. Για πολλούς λόγους.

 

{youtube}WqGQJW0p30E{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured